Αγγειοχειρουργικό

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο Αγγειοχειρουργικό τμήμα πραγματοποιούνται όλες οι χειρουργικές επεμβάσεις που αφορούν στις νόσους των αγγείων του ανθρωπίνου σώματος εφαρμόζοντας ελάχιστα επεμβατικές ενδαγγειακές τεχνικές, την κλασσική ανοικτή αγγειοχειρουργική ή / και συνδυασμό αυτών, με απώτερο σκοπό το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον ασθενή.

Η μεθοδευμένη και ολιστική προσέγγιση του ασθενούς αρχίζοντας από την τροποποίηση των προδιαθεσικών παραγόντων και φτάνοντας ως την πιθανή παρέμβαση εξασφαλίζουν άριστα αποτελέσματα για τους ασθενείς του Αγγειοχειρουργικού τμήματος.

 

ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Στο Αγγειοχειρουργικό τμήμα διενεργούνται όλες οι χειρουργικές επεμβάσεις που αφορούν το ανθρώπινο κυκλοφορικό σύστημα (αρτηρίες, φλέβες και λεμφαγγεία) εκτός από τα αγγεία της καρδιάς και τα ενδοκράνια αγγεία.

Στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών λειτουργεί το μοναδικό στην Ελλάδα, νέο πιστοποιημένο Ρομποτικό Υβριδικό Χειρουργείο –«ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ», σημείο αναφοράς για πολύπλοκες αορτικές και άλλες χειρουργικές παθήσεις, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. 

Στο Αγγειοχειρουργικό τμήμα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά:

  • φλεβικές παθήσεις (Κιρσοί των κάτω άκρων, Ευρυαγγείες, Φλεβεκτασίες, Χρόνια φλεβική ανεπάρκεια, Άτονα φλεβικά έλκη με δυσκολία επούλωσης, Εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση & Μεταθρομβωτικό Σύνδρομο).
  • αρτηριακές παθήσεις (Απόφραξη / Στένωση αρτηριών των άνω ή κάτω άκρων με συνοδό Διαλείπουσα χωλότητα, Άλγος ηρεμίας ή/και Γάγγραινα, Διαβητικό Πόδι, Απόφραξη/Στένωση των αρτηριών του εντέρου, των νεφρών και της λεκάνης, Στένωση Καρωτίδων και Σπονδυλικών αρτηριών που μπορεί να οδηγήσουν σε Αγγειακά Εγκεφαλικά Επεισόδια, Ανεύρυσμα/Διαχωρισμός θωρακικής αορτής, Ανεύρυσμα/Διαχωρισμός κοιλιακής αορτής και λαγονίων αλλά και Θωρακοκοιλιακό Ανεύρυσμα/Διαχωρισμός).
  • παθήσεις των λεμφαγγείων (Ανιούσα Λεμφαγγείτιδα, Χρόνιο Λεμφοίδημα, Υποτροπιάζουσες κυτταρίτιδες).
  • Σε υβριδικό χειρουργείο πραγματοποιούνται επεμβάσεις με αναίμακτη προσπέλαση από τα αγγεία του ασθενούς, ενώ παράλληλα υπάρχει η δυνατότητα να μετατραπεί άμεσα σε ανοικτό χειρουργείο για τις ανάγκες της επέμβασης. Η χρήση ενός τέτοιου υβριδικού εργαστηρίου – χειρουργείου είναι απαραίτητη στη διενέργεια σύμπλοκων καρδιαγγειακών επεμβάσεων όπως η ενδαγγειακή αποκαταστάση αορτικών ανευρυσμάτων και οι διαδερμικές τοποθετήσεις βαλβίδων (τοποθέτηση αορτικής βαλβίδος και επιδιόρθωση της μιτροειδούς βαλβίδος).

Επιπλέον στο Αγγειοχειρουργικό τμήμα διεκπεραιώνονται με επιτυχία και οι πλέον δυσκολότερες περιπτώσεις ασθενών που έχουν ανάγκη τη δημιουργία αγγειακής πρόσβασης (Δημιουργία αρτηριοφλεβικής επικοινωνίας/FISTULA σε νεφροπαθείς προς αιμοκάθαρση, Τοποθέτηση Κεντρικών Φλεβικών Καθετήρων αλλά και Port-a-Cath σε Ογκολογικούς & Αιματολογικούς ασθενείς).

Σε συνεργασία με το Ακτινολογικό τμήμα του νοσοκομείου μας, στο Αγγειοχειρουργικό τμήμα διενεργούνται όλες οι απαραίτητες απεικονιστικές εξετάσεις όπως έγχρωμα υπερηχογραφήματα αγγείων (TRIPLEX), αξονικές και μαγνητικές αγγειογραφίες (αρτηριογραφίες και φλεβογραφίες) ενώ οι Διαγνωστικές Ενδαρτηριακές Ψηφιακές Αγγειογραφίες (DSA) εκτελούνται στον αγγειογράφο.

Λόγω της προσβολής όλων των αγγείων του σώματος από την αθηροσκλήρωση, στο Αγγειοχειρουργικό τμήμα ο ασθενής αντιμετωπίζεται σαν σύνολο οργάνων πριν από την επέμβαση και υποβάλλεται σε ενδελεχή κλινικοεργαστηριακό προεγχειρητικό έλεγχο.

Η άριστη συνεργασία με το Καρδιολογικό, Νευρολογικό, Ακτινολογικό, Πνευμονολογικό και Ενδοκρινολογικό Τμήμα του νοσοκομείου καθώς και η συνεργασία με έμπειρους Αναισθησιολόγους εγγυάται το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον ασθενή του Αγγειοχειρουργικού τμήματος.

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Σε ειδικές ομάδες ασθενών απαιτείται η χρόνια πρόσβαση στα αγγεία (αρτηρίες, φλέβες ή αρτηριοφλεβικές επικοινωνίες) για τη μακροπρόθεσμη ή μεσοπρόθεσμη χορήγηση της κατάλληλης θεραπείας.

Στο Αγγειοχειρουργικό Τμήμα εξασφαλίζουμε με τη λιγότερη δυνατή ταλαιπωρία του ασθενούς τη δημιουργία μίας επιτυχημένης αγγειακής πρόσβασης. Αυτό μεταφράζεται σε αυξημένη διάρκειά της στο χρόνο και μειωμένο ποσοστό επιπλοκών τόσο κατά τη δημιουργία της όσο και κατά τη χρήση.

Οι χρόνια αιμοκαθαιρώμενοι ασθενείς έχουν ανάγκη από αγγειακή πρόσβαση υψηλής αιματικής παροχής για τη διενέργεια των.

Αυτό επιτυγχάνεται με τη δημιουργία (α) αρτηριοφλεβικής επικοινωνίας με τις φλέβες του ασθενούς είτε (β) με συνθετικά μοσχεύματα όταν το πρώτο δεν είναι εφικτό.

Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες η χρήση (γ) μόνιμων κεντρικών φλεβικών καθετήρων ως χρόνια αγγειακή πρόσβαση θα πρέπει να γίνεται μόνο όταν δεν υφίσταται καμία άλλη επιλογή για αρτηριοφλεβική πρόσβαση (α) ή (β) διότι συνοδεύεται από υψηλότερα ποσοστά θνητότητας σε σχέση με τις αρτηριοφλεβικές επικοινωνίες.

Οι ασθενείς με αιματολογικά και ογκολογικά νοσήματα είναι άμεσα εξαρτώμενοι από τη ύπαρξη μίας αξιόπιστης αγγειακής πρόσβασης ώστε να μπορούν να λαμβάνουν τη θεραπεία τους.

Στο Τμήμα μας τοποθετούνται καθετήρες τύπου Hickman, ελάχιστα επεμβατικοί καθετήρες PICC, υποδόριες συσκευές έγχυσης φαρμάκων (Port-a-Cath) με απόλυτη επιτυχία ακόμα και στις συνθήκες διαταραχών πηκτικότητας και ανοσοκαταστολής που παρουσιάζουν αυτές οι δύο ομάδες ασθενών.

Αορτή ονομάζεται η αρτηρία (αγγείο = σωλήνας) με την οποία η καρδιά στέλνει αρτηριακό αίμα σε ολόκληρο το σώμα δίνοντας κλάδους καθώς απομακρύνεται. Στην πορεία της στο θώρακα ονομάζεται Θωρακική Αορτή ενώ στην πορεία της στην κοιλιακή χώρα ονομάζεται Κοιλιακή Αορτή & καταλήγει στις δυο Λαγόνιες αρτηρίες εκάστη των οποίων αναλαμβάνει την αιμάτωση της μισής πυέλου (λεκάνης) και του αντίστοιχου κάτω άκρου.

Στην περίπτωση που τα τοιχώματα της αορτής αδυνατίζουν & διογκώνονται με αύξηση της διαμέτρου του σωλήνα πάνω από 50% τότε αυτή η διόγκωση ονομάζεται ανεύρυσμα και υφίσταται κίνδυνος η αορτή να ραγεί (σπάσει) προκαλώντας δυνητικά θανατηφόρα εσωτερική αιμορραγία. Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση ανευρύσματος αποτελούν το κάπνισμα, η ηλικία άνω των 65 και το θετικό κληρονομικό ιστορικό. Η προληπτική εξέταση με υπέρηχο κοιλιακής αορτής είναι σημαντική γιατί στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής δεν προκαλεί συμπτώματα πριν σπάσει.

Όταν το ανεύρυσμα α) υπερβαίνει μία κρίσιμη διάμετρο, β) έχει συγκεκριμένη μορφολογία που συνδέεται με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο ρήξης ή γ) προκαλεί συμπτώματα (π.χ. πόνο στη μέση) που υποδηλώνουν επικείμενη ρήξη τότε προτείνουμε την αποκατάστασή του.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούμε για την αποκατάσταση ανευρύσματος είναι η κλασική ανοικτή χειρουργική όπου η αορτή αντικαθίσταται με συνθετικό μόσχευμα ή η ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή αποκατάσταση με ενδομόσχευμα (καλυμμένο stent) που τοποθετείται από τις μηριαίες χώρες.

Το Τμήμα αριθμεί τεράστια εμπειρία στην αποκατάσταση ανευρυσμάτων κοιλιακής αορτής με αμφότερες τις μεθόδους και με άριστα αποτελέσματα ενώ η επιλογή της μεθόδου είναι εξατομικευμένη σε κάθε ασθενή και στη μορφολογία του ανευρύσματός του.

Επιπρόσθετα, αντιμετωπίζονται εξειδικευμένα τα πιο σύνθετα θωρακοκοιλιακά ανευρύσματα διασώζοντας του κλάδους της αορτής με εξειδικευμένες τεχνικές όπως τα κατά παραγγελία θυριδωτά ή/και κλαδωτά ενδομοσχεύματα (Fenestrated-ΕVAR, Βranched-EVAR) αλλά και το σύνολο των τεχνικών CHIMPS.

Διαχωρισμός αορτής

Το τοίχωμα της αορτής αποτελείται από τρία λεπτά στρώματα που είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους σχηματίζοντας τη σωληνωτή δομή του αγγείου.

Στην περίπτωση που η εσωτερική στοιβάδα (που έρχεται σε επαφή με το αίμα) «σχιστεί» τότε εισχωρεί αίμα ανάμεσα στις στοιβάδες, διαχωρίζοντάς τες από τη μεσαία και καταλαμβάνοντας χώρο από τον αυλό του αγγείου που κυκλοφορεί το αίμα.

Αυτό ονομάζεται διαχωρισμός, μπορεί να επεκτείνεται σε άλλοτε άλλη έκταση και οι συνέπειές του είναι:

  • μείωση παροχής αίματος περιφερικότερα και στους κλάδους,
  • ταχεία πρόοδος του σημείου του διαχωρισμού σε ανεύρυσμα λόγω απώλειας της συνοχής του τοιχώματος της αορτής.

Το προεξάρχον σύμπτωμα του διαχωρισμού της αορτής είναι αιφνίδιο διαξιφιστικό άλγος ράχης σε ασθενή που πάσχει ήδη από αρτηριακή υπέρταση ενώ δεν είναι σπάνια η πρώτη εμφάνιση της νόσου σε νέους σχετικά ασθενείς που πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση χωρίς να το γνωρίζουν.

Η έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση του διαχωρισμού της αορτής σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα νεότερων ενδαγγειακών τεχνικών και ενδομοσχευμάτων μας επιτρέπουν να περιορίζουμε γρήγορα τις ισχαιμικές επιπλοκές, να αποτρέπουμε την ανευρυσματική εκφύλιση αλλά και να αντιμετωπίζουμε το διαχωριστικό ανεύρυσμα όταν παρουσιάζεται.

Η δημιουργία αθηρωματικής πλάκας (χοληστερίνη + αντιδραστικά κύτταρα) στις αρτηρίες που μεταφέρουν αίμα στα κάτω άκρα μπορεί να δημιουργεί στενώσεις άλλοτε άλλου βαθμού & χρονιότητας. Το κάπνισμα, η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερχοληστερολαιμία και η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας αποτελούν τους κύριους προδιαθεσικούς παράγοντες της νόσου.

Ανάλογα με την έκταση, τη στένωση & τη χρονιότητα μπορεί να εμφανίζεται ως:

  • Οξεία ισχαιμία Η απόφραξη αναπτύσσεται απότομα χωρίς να έχει προετοιμαστεί το αρτηριακό δίκτυο με παρουσία παράπλευρων οδών. Αποτέλεσμα είναι ο αιφνίδιος πόνος, η γρήγορη απώλεια αίσθησης, κίνησης και εν τέλει η μη αναστρέψιμη βλάβη του σκέλους πέραν των 6 ωρών (ακρωτηριασμός).
  • Διαλείπουσα Χωλότητα Η απόφραξη αναπτύσσεται σταδιακά και το αρτηριακό δίκτυο έχει προετοιμαστεί με παρουσία παράπλευρων οδών. Εμφανίζεται με πόνο όταν αυξάνονται οι ανάγκες σε αίμα π.χ. βαδίζουμε και σταδιακά η απόσταση βάδισης μειώνεται αναγκάζοντας τον ασθενής να χωλαίνει (κουτσαίνει) διαλειπόντως (με διαλείμματα).     
  • Κρίσιμη ισχαιμία – Γάγγραινα Πρόκειται για παραμελημένες καταστάσεις σταδιακής ισχαιμίας σκέλους όπου το παράπλευρο δίκτυο δεν είναι αρκετό και το πόδι πονάει και στην ηρεμία (χωρίς να έχει αυξημένες ανάγκες σε αίμα). Χαρακτηριστικά οι ασθενείς κρεμούν το πόδι κάτω από το κρεβάτι για να κοιμηθούν ενώ τελικά εμφανίζονται πληγές και τροφικές αλλοιώσεις (Γάγγραινα) που μπορεί να καταλήξει και σε ακρωτηριασμό.

Η θεραπεία της αποφασίζεται με βάση τα συμπτώματα που προκαλεί και όταν αυτή περιέχει παρέμβαση απαιτεί προεγχειρητική Αγγειογραφία για τον καθορισμό της στρατηγικής. Η παρέμβαση μπορεί να είναι ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή με μπαλόνι ή/και stent (συχνά με δυνατότητα απελευθέρωσης φαρμάκου), κλασική χειρουργική (παράκαμψη / bypass, ενδαρτηρεκτομή / θρομβοεμβολεκτομή) ή συνδυασμός των παραπάνω στον ίδιο χρόνο.

Το τοίχωμα της αορτής αποτελείται από τρία λεπτά στρώματα που είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους σχηματίζοντας τη σωληνωτή δομή του αγγείου.

Στην περίπτωση που η εσωτερική στοιβάδα (που έρχεται σε επαφή με το αίμα) «σχιστεί» τότε εισχωρεί αίμα ανάμεσα στις στοιβάδες, διαχωρίζοντάς τες από τη μεσαία και καταλαμβάνοντας χώρο από τον αυλό του αγγείου που κυκλοφορεί το αίμα.

Αυτό ονομάζεται διαχωρισμός, μπορεί να επεκτείνεται σε άλλοτε άλλη έκταση και οι συνέπειές του είναι:

  • μείωση παροχής αίματος περιφερικότερα και στους κλάδους,
  • ταχεία πρόοδος του σημείου του διαχωρισμού σε ανεύρυσμα λόγω απώλειας της συνοχής του τοιχώματος της αορτής.

Το προεξάρχον σύμπτωμα του διαχωρισμού της αορτής είναι αιφνίδιο διαξιφιστικό άλγος ράχης σε ασθενή που πάσχει ήδη από αρτηριακή υπέρταση ενώ δεν είναι σπάνια η πρώτη εμφάνιση της νόσου σε νέους σχετικά ασθενείς που πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση χωρίς να το γνωρίζουν.

Η έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση του διαχωρισμού της αορτής σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα νεότερων ενδαγγειακών τεχνικών και ενδομοσχευμάτων μας επιτρέπουν να περιορίζουμε γρήγορα τις ισχαιμικές επιπλοκές, να αποτρέπουμε την ανευρυσματική εκφύλιση αλλά και να αντιμετωπίζουμε το διαχωριστικό ανεύρυσμα όταν παρουσιάζεται.

Ενώ οι επιπολής (επιφανειακές) φλέβες πορεύονται επιφανειακά κάτω από το δέρμα των άκρων, οι εν τω βάθει (βαθιές) φλέβες ανεβαίνουν βαθύτερα και ανάμεσα στους μύες. Έχουν και οι βαθιές φλέβες βαλβίδες και ευθύνονται για την επιστροφή του 85% του αίματος από τα κάτω άκρα.

Η ακινησία του αίματος, η βλάβη της φλέβας και οι διαταραχές πηκτικότητας του αίματος μπορεί να οδηγήσουν σε θρόμβωση (το αίμα γίνεται στερεό - θρόμβος). Η επιφανειακή θρόμβωση είναι συνήθως εμφανής στην έσω επιφάνεια του ποδιού ως ερυθρή επώδυνη γραμμή. Η θρόμβωση των εν τω βάθει φλεβών προκαλεί επώδυνο οίδημα (πρήξιμο) στο ένα συνήθως πόδι και αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα μπορεί να οδηγήσει σε θρόμβωση και των αρτηριών των πνευμόνων προκαλώντας την πνευμονική εμβολή που είναι επικίνδυνη για τη ζωή.

Αποτέλεσμα της θρόμβωσης είναι η μόνιμη βλάβη & δυσλειτουργία των βαλβίδων και κατά συνέπεια η χρόνια φλεβική ανεπάρκεια. Σε απώτερα στάδια θρόμβωσης το δέρμα των κνημών σκληραίνει και γίνεται σκούρο ενώ τελικά εμφανίζονται έλκη που επουλώνονται με δυσκολία (μεταθρομβωτικό σύνδρομο). Όσο πιο έγκαιρα διαγνωσθεί η θρόμβωση τόσο μικρότερος ο κίνδυνος για τη ζωή & τόσο πιο έγκαιρα θα ληφθούν μέτρα για την πρόληψη του μεταθρομβωτικού συνδρόμου (θρομβόλυση, συντηρητική αγωγή, φλεβικό Stenting & ενδοφλεβεκτομή).

Η αρτηριακή αιμάτωση του εντέρου είναι πλούσια με πολλαπλές αναστομώσεις που λειτουργούν σαν «δικλείδες ασφαλείας» ενεργοποιούμενες όταν αποτύχουν ή δεν επαρκούν τα κύρια δίκτυα παροχής αίματος.

Η άνω μεσεντέριος αρτηρία και η κοιλιακή αρτηρία είναι οι δύο κύριοι κλάδοι που σηκώνουν το βάρος της αιμάτωσης του εντέρου.

Όπως και στα κάτω άκρα όσο πιο αργή είναι η ανάπτυξη της στένωσης τόσο περισσότερο χρόνο έχουν τα παράπλευρα δίκτυα για να μπορέσουν να αναπληρώσουν το έλλειμμα.

Στην Οξεία εντερική ισχαιμία, όπου η άνω μεσεντέριος αρτηρία αποφράσσεται απότομα εμφανίζεται έντονο κοιλιακό άλγος που αν δεν αντιμετωπιστεί εντός ωρών εξελίσσεται σε κατάσταση απειλητική για τη ζωή αφού αναπτύσσονται μη αναστρέψιμες βλάβες στο λεπτό έντερο.

Στη Χρόνια εντερική ισχαιμία, οι στενώσεις και η μειωμένη αιματική παροχή αναπτύσσονται σταδιακά και ο ασθενής πονάει μετά το γεύμα όπου απαιτούνται μεγάλες ποσότητες αίματος στο έντερο για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της πέψης. Σε προχωρημένα στάδια ο ασθενής αναγκάζεται να προκαλέσει έμετο για να ανακουφιστεί ενώ αποφεύγει τα γεύματα χάνοντας συνεχώς σωματικό βάρος (λιπόσαρκος).

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η οξεία εντερική ισχαιμία απαιτεί επείγουσα χειρουργική επαναιμάτωση ενώ η χρόνια εντερική ισχαιμία είναι πιο πιθανό να μπορεί να αντιμετωπιστεί με ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους (ενδαγγειακά με αγγειοπλαστική/Stenting).

Ο εγκέφαλος είναι ένα όργανο πολύ ευαίσθητο στη μείωση της αρτηριακής παροχής και αυτός είναι ο λόγος που αρδεύεται από 4 αρτηρίες (2 καρωτίδες μπροστά & 2 σπονδυλικές αρτηρίες πίσω) οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται.

Όταν η αθηρωματική νόσος προσβάλλει τις αρτηρίες παροχής αίματος στον εγκέφαλο προκαλεί στενώσεις οι οποίες με τη σειρά τους όταν υπερβαίνουν ένα κρίσιμο ποσοστό είναι ικανές να προκαλέσουν μικρά πήγματα αίματος (μικροθρόμβους) που με την κυκλοφορία ενσφηνώνονται στον εγκέφαλο αποφράσσοντας κλάδους και προκαλώντας αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.

Πιο επιρρεπείς αρτηρίες στο φαινόμενο καρωτιδικής στένωσης είναι οι έσω καρωτίδες αρτηρίες (στην πρόσθια επιφάνεια του τραχήλου/λαιμός) λόγω της ανατομίας τους που σχηματίζει διχασμό (διχάλα) &, τυρβώδη αιματική ροή ευνοώντας την ανάπτυξη αθηρωμάτων.

Όταν η καρωτιδική στένωση έχει προκαλέσει εγκεφαλικό επεισόδιο ή/και έχει υπερβεί ένα κρίσιμο βαθμό στένωσης πρέπει να προτείνεται η αντιμετώπιση της στένωσης αλλά και να τροποποιούνται τόσο η φαρμακευτική αγωγή (προσθήκη φαρμάκων που μειώνουν την ικανότητα του αίματος να δημιουργεί θρόμβους/πήγματα) όσο και οι προδιαθεσικοί παράγοντες (κάπνισμα, υπερλιπιδαιμία, υπέρταση).

Ανάλογα με τα ευρήματα της προεγχειρητικής απεικόνισης αλλά και με την εικόνα και γενικότερη κατάσταση του ασθενούς η καρωτιδική στένωση αντιμετωπίζεται στην Κλινική μας είτε με κλασική επέμβαση ενδαρτηρεκτομής καρωτίδος είτε με την ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή αποκατάσταση με αγγειοπλαστική και συνοδό τοποθέτηση ενδονάρθηκα (stent) υπό την προστασία φίλτρου.

Οι φλέβες των κάτω άκρων επωμίζονται το έργο της επιστροφής του αίματος από τα πόδια στην καρδιά ενάντια στη βαρύτητα. Παρόλο που οι φλέβες των κάτω άκρων είναι πολλές (επιφανειακές & βαθιές) και εξοπλισμένες με βαλβίδες που επιτρέπουν τη ροή μόνο προς επάνω, ο σύγχρονος τρόπος ζωής δυσκολεύει τη λειτουργία τους.

Η ανθυγιεινή διατροφή (αυξημένο σωματικό βάρος), η έλλειψη βάδισης και η ορθοστασία οδηγούν στη φλεβική στάση όπου το αίμα λιμνάζει στα κάτω άκρα. Συνέπεια αυτού είναι η δημιουργία κατά σειρά ευρυαγγειών, φλεβεκτασιών και φλεβικών κιρσών (διατεταμένες φλέβες) που προκαλούν στο πόδι αίσθημα κόπωσης, οίδημα (πρήξιμο), κράμπες και αυξάνουν την πιθανότητα επιπολής (επιφανειακής) φλεβικής θρόμβωσης.

Η θεραπεία της νόσου ποικίλει από τροποποίηση των προδιαθεσικών παραγόντων ως και την εξάλειψη της πηγής της φλεβικής ανεπάρκειας με τρόπους χειρουργικούς ή ελάχιστα επεμβατικούς (LASER, RF, Steam, Cyano-acrylate). Τα ποσοστά επιτυχίας είναι πάρα πολύ υψηλά ενώ η διάρκεια νοσηλείας είναι ολιγόωρη.

ΓΙΑΤΙ ΕΜΑΣ

Η σε 24-ωρη βάση μεθοδική προσέγγιση του πολύ-αγγειακού ασθενή, ξεκινώντας από τη διάγνωση, την τεκμηρίωση της ένδειξης μίας πιθανής παρέμβασης και τον ενδελεχή προεγχειρητικό έλεγχο αποτελούν στάδια «κλειδί» στη λειτουργία του Αγγειοχειρουργικού τμήματος.

Επιπλέον, η συνεχιζόμενη ερευνητική δραστηριότητα των Αγγειοχειρουργών του Αγγειοχειρουργικού Τμήματος εγγυάται ότι η απόφαση και η στρατηγική αντιμετώπισης των ασθενών μας διαμορφώνονται με γνώμονα την πιο πρόσφατα επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση.

Πηγή αυτής της γνώσης είναι η διεθνής βιβλιογραφία, στην οποία έχουμε αποφασιστικά συμβάλει τόσο με πρωτογενή έρευνα όσο και με τη συγγραφή κατευθυντηρίων οδηγιών Διεθνών Οργανώσεων όπως η Ευρωπαϊκή Αγγειοχειρουργική Εταιρεία (ESVS).

Η πολυετής εμπειρία σε όλο το φάσμα των επεμβάσεων της Αγγειοχειρουργικής σε συνδυασμό με τις μεγάλες μας δυνατότητες τόσο σε έμψυχο δυναμικό όσο και σε τεχνολογικό εξοπλισμό, είναι σε θέση να εξασφαλίσει στον ασθενή μας τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ