Βαριατρικής Χειρουργικής Τμήμα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Τμήμα Βαριατρικής Χειρουργικής έχει ως στόχο τη χειρουργική αντιμετώπιση της νοσογόνου παχυσαρκίας και των νοσημάτων που προκαλεί, παρέχοντας στους ασθενείς υπηρεσίες εξαιρετικά υψηλού επιστημονικού επιπέδου, σε ένα περιβάλλον, όπου πληρούνται οι πλέον αυστηρές προϋποθέσεις ασφάλειας, τόσο από πλευράς ανθρώπινου δυναµικού, όσο και από πλευράς τεχνολογικού εξοπλισμού.

Με αυτό το πνεύµα πραγματοποιείται, όλο το φάσµα των βαριατρικών επεµβάσεων σε απόλυτη αρµονία µε τα δεδομένα της ∆ιεθνούς Επιστημονικής Κοινότητος.

ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Στη Μονάδα Βαριατρικής Χειρουργικής κάθε ασθενής αντιμετωπίζεται σαν µοναδική περίπτωση και του προτείνεται η πλέον ενδεδειγμένη γι’ αυτόν επέµβαση, είτε είναι γαστρικός δακτύλιος, είτε γαστρικό µανίκι (sleeve gastrectomy), είτε – σπανιότερα – σύνθετες επεµβάσεις, όπως η δωδεκαδακτυλική εκτροπή (duodenal switch).

Η πρώτη συνάντηση µε τον ασθενή είναι καθαρά ενημερωτική και έχει σαν στόχο τη λεπτομερειακή πληροφόρησή του, την επίλυση όλων των αποριών του, καθώς επίσης και τη λήψη ενός λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού.

Η Μονάδα Βαριατρικής Χειρουργικής πλαισιώνεται από οµάδα έµπειρων και διακεκριμένων επιστημόνων, διαφορετικών ειδικοτήτων.

Αναισθησιολόγος, καρδιολόγος, πνευμονολόγος, γαστρεντερολόγος, ακτινολόγος, κλινικός διατροφολόγος και ψυχολόγος προχωρούν σε εξονυχιστικό έλεγχο και εκτίµηση της κατάστασης του ασθενούς, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η χειρουργική επέµβαση µε τη µέγιστη δυνατή ασφάλεια.

Ο ψυχολόγος και ο κλινικός διατροφολόγος καθορίζουν µε ακρίβεια τη σχέση του ασθενούς µε τη διατροφή, παρέχοντας στον ίδιο και στους θεράποντες ιατρούς του πολύτιµες συμβουλές για τη µετεγχειρητική του πορεία.

Οι επεµβάσεις αυτές πραγματοποιούνται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα γίνονται λαπαροσκοπικά µε ελάχιστο µετεγχειρητικό πόνο και χρήση του πλέον σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού.

Υπάρχουν δυο τύποι χειρουργικών επεμβάσεων:

Η Βαριατρική Χειρουργική ή αλλιώς Χειρουργική της Νοσογόνου Παχυσαρκίας είναι ασφαλής και αποτελεσματική, διότι προσφέρει µια πραγματική ευκαιρία και τη δυνατότητα, ομαλοποιώντας το βάρος, να εξαφανιστούν τα συνοδά νοσήματα και τα προβλήματα, τα οποία συνδέονται µε αυτά.

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Η νοσογόνος παχυσαρκία ορίζεται από τη σχέση ύψους και βάρους, η οποία καλείται Δείκτης Μάζας Σώµατος (ΔΜΣ) ή αλλιώς BMI (Body Mass Index) και προκύπτει από τη διαίρεση του βάρους (σε κιλά ), µε το ύψος (σε µέτρα, στο τετράγωνο), π.χ. ένας ενήλικας µε βάρος 100 κιλά και ύψος 1,80 θα έχει ΔΜΣ (BMI)100/(1,80x1,80) =30,86.

Σε αυτό το πλαίσιο, ΒΜΙ μεταξύ 18-25 θεωρείται κανονικό βάρος, ΒΜΙ μεταξύ 25-30 συνιστά υπερβολικό βάρος, ΒΜΙ μεταξύ 30-35 συνιστά παχυσαρκία.

Ως νοσογόνος παχυσαρκία ορίζεται ΒΜΙ άνω του 40, χωρίς κανένα συνοδό νόσημα, ή ΒΜΙ άνω του 35 όταν υπάρχουν τουλάχιστον δυο συνοδά νοσήματα.

Σύµφωνα µε τον Παγκόσμιο Οργανισµό Υγείας (ΠΟΥ), η παχυσαρκία είναι µία πραγματική νόσος µε τρομακτικές επιπτώσεις στην υγεία, στην ικανότητα προς εργασία, στην κοινωνικότητα, καθώς και στην ποιότητα και διάρκεια ζωής.

Παγκοσμίως, εκτιμάται ότι ο αριθµός των ενηλίκων µε πρόβληµα παχυσαρκίας ξεπερνά τα 500 εκατομμύρια, ενώ οι υπέρβαροι ανέρχονται σε 1,4 δισεκατομμύρια.

Χαρακτηριστικά, το 69% του πληθυσμού των ΗΠΑ αποτελείται από υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτοµα. Τα τελευταία δηµογραφικά στοιχεία δείχνουν µία αύξηση των παχύσαρκων, που αφορά όλες τις ηλικίες αλλά κυρίως νεαρά άτοµα.

Η χειρουργική της παχυσαρκίας κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια λόγω των µετρίων αποτελεσμάτων που έχουν οι φαρμακευτικές λύσεις, αλλά και οι δίαιτες.

Οι προσπάθειες χειρουργικής αντιμετώπισης της παχυσαρκίας ξεκίνησαν τη δεκαετία του ‘50. Μόνο, όµως, τα τελευταία 15 χρόνια, µε την καθιέρωση της λαπαροσκόπησης στην καθημερινή χειρουργική πρακτική, επετράπη µία πραγματική αύξηση των βαριατρικών επεμβάσεων, οι οποίες γρήγορα έγιναν ανώδυνες και εξαιρετικά αποτελεσματικές.

Η εκδήλωση της παχυσαρκίας εξαρτάται από τον τρόπο ζωής και συγκεκριμένα από την καθιστική εργασία, την αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες, χωρίς όµως να αγνοούνται οι γενετικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες.

Η χειρουργική της αντιμετώπιση έχει τρεις κύριους στόχους:

  • Την άµεση απώλεια βάρους και την ίαση των συνοδών νοσημάτων.
  • Τη διατήρηση του αποτελέσματος σε βάθος χρόνου.
  • Την καλή ποιότητα ζωής.

Η παχυσαρκία ευθύνεται για µία πληθώρα νοσημάτων, όπως:

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2: Το υπερβολικό βάρος αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, που οφείλεται κυρίως στην αντοχή στην ινσουλίνη. Χωρίς αγωγή είναι µαθηµατικά βέβαιες οι επιπλοκές του διαβήτη που αφορούν τα αγγεία, τους νεφρούς και τα µάτια.

Η αρτηριακή υπέρταση και καρδιοαγγειακά προβλήματα: Η υπέρταση προκαλεί βλάβες στην καρδιά και τα αγγεία, κυρίως του εγκεφάλου και των νεφρών.

Προβλήματα στις αρθρώσεις: Οι αρθρώσεις, οι οποίες δε µπορούν να αντέξουν για µεγάλο χρονικό διάστηµα τα υπερβολικά κιλά, καταστρέφονται προοδευτικά. Το αποτέλεσμα είναι η εµφάνιση αρθρίτιδας, κυρίως στα ισχία και τα γόνατα.

Αναπνευστικές διαταραχές: Το άσθµα και η δύσπνοια στην κόπωση, είναι πολύ συχνές διαταραχές των παχύσαρκων. Το σύνδρομο της υπνικής άπνοιας είναι µία πολύ σοβαρή επιπλοκή της παχυσαρκίας, διότι κατά τη διάρκεια του ύπνου σταµατά η αναπνοή και µειώνεται η παροχή οξυγόνου στον οργανισµό.

Η χολολιθίαση: Η χολή, υπερκορεσµένη σε χοληστερόλη, γίνεται λιθογόνος µε αυξημένο κίνδυνο εµφάνισης επιπλοκών, όπως η χολοκυστίτιδα ή η παγκρεατίτιδα.

Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση: Ευνοείται από τη διάταση του διαφράγματος και την ενδοκοιλιακή αύξηση της πίεσης, λόγω του πάχους. Αποτέλεσμα της παλινδρόμησης είναι η οισοφαγίτιδα, δηλαδή χηµικό έγκαυµα του οισοφάγου, η οποία απαιτεί συγκεκριμένη αγωγή.

Η δυσλιπιδαιµία: ∆ιαταραχές του µεταβολισµού των λιπιδίων.

Η υπογονιμότητα και διαταραχές της περιόδου: Η υπερβολική αύξηση του λίπους αυξάνει το επίπεδο των οιστρογόνων και προκαλεί διαταραχές της περιόδου και υπογονιμότητα.

Η ακράτεια ούρων: Ακράτεια ούρων, η οποία οφείλεται στην αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση και τις διαταραχές της στατικής της πυέλου που προκαλεί.

Η κατάθλιψη: Είναι αποτέλεσμα των χρόνιων ενοχλημάτων, της αποτυχίας της δίαιτας και της κακής εικόνας που αποκτά για τον εαυτό του το άτοµο.

Επιπλέον, η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου: Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος του νεφρού για άντρες και γυναίκες, καθώς επίσης κίνδυνος καρκίνου του µαστού και της µήτρας στις γυναίκες.

Βεβαίως, δεν πρέπει να αγνοείται ο κοινωνικό-οικογενειακός αποκλεισµός, ο οποίος συνδέεται µε δυσκολία στην αναζήτηση εργασίας στην επαγγελματική εξέλιξη, στις ενδυματολογικές επιλογές, κ.λπ.

Δεν µπορούν να χειρουργηθούν για ιατρικούς λόγους οι χρήστες ουσιών, οι ασθενείς µε µη ρυθμισμένα ψυχιατρικά νοσήματα, οι µη συμμορφούμενοι ασθενείς, οι ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο, HIV λοίμωξη, φυματίωση ή έλκος στοµάχου, µε υψηλό αναισθησιολογικό κίνδυνο - λόγω αναπνευστικών καρδιολογικών ή άλλων προβλημάτων – και οι εγκυμονούσες.

Χειρουργική Αντιμετώπιση της Νοσογόνου Παχυσαρκίας

Η αρχή γίνεται με τη συνάντηση γιατρού – ασθενούς, κατά την οποία εκτιμάται η κατάσταση της υγείας του ενδιαφερομένου, των διατροφικών του συνηθειών και του ψυχισμού του, ούτως ώστε να δρομολογηθεί ο προεγχειρητικός έλεγχος.

Ο τελευταίος περιλαμβάνει αιματολογικές εξετάσεις, καρδιολογική, πνευμονολογική και αναισθησιολογική αξιολόγηση.

Το χειρουργείο προγραμματίζεται είτε άµεσα, είτε αργότερα, εάν πρέπει να µεσολαβήσει η προετοιμασία του ασθενούς και η ρύθμιση των προβλημάτων υγείας του.

Τα βαριατρικά χειρουργεία δύναται να γίνουν λαπαροσκοπικά και πάντοτε υπό γενική αναισθησία. Ο χρόνος παραµονής στο νοσοκοµείο ποικίλει από μία έως πέντε ηµέρες.

Υπάρχουν δυο τύποι χειρουργικών επεμβάσεων:

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία χρόνια πάθηση, η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών. Η κύρια και κοινή διαταραχή σε όλες τις μορφές διαβήτη είναι η υπεργλυκαιμία, δηλαδή οι αυξημένες τιμές σακχάρου στο αίμα.

Διακρίνεται στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι, στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, στο διαβήτη κυήσεως και σε άλλους ειδικούς, σπάνιους τύπους.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι οφείλεται στην καταστροφή των Β κυττάρων του παγκρέατος, τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες παράγουν την ορμόνη ινσουλίνη. Έτσι, σε αυτόν τον τύπο σακχαρώδη διαβήτη παρατηρείται απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης και για τη θεραπεία αυτού είναι απαραίτητη η εξωγενής χορήγησης ινσουλίνης.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ οφείλεται σε συνδυασμό διαταραχής της έκκρισης αλλά και της δράσης της ινσουλίνης (αντίσταση των ιστών στην ινσουλίνη).

Περισσότερα από 350 εκατομμύρια άτομα, πάσχουν σήμερα από σακχαρώδη διαβήτη παγκοσμίως, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν οι μισοί από αυτούς είναι αδιάγνωστοι.

Παράγοντες κινδύνου σακχαρώδη διαβήτη

Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη είναι η παχυσαρκία, η απουσία άσκησης, η κληρονομικότητα, οι γυναίκες με ιστορικό γέννησης υπέρβαρου τέκνου ή που πάσχουν από το σύνδρομο των πολυκυστικω?ν ωοθηκών, η υπέρταση, το ιστορικό καρδιαγγειακού επεισοδίου και άλλοι.

Γιατί είναι σημαντικό να ρυθμίζουμε τις τιμές σακχάρου;

Σημαντικό βήμα στη θεραπεία και στη ρύθμιση των σακχάρων αίματος αποτελεί η σωστή εκπαίδευση των διαβητικών ασθενών, προκειμένου να τηρηθούν κατ΄ αρχήν οι υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες που θα δοθούν από τον ειδικό ιατρό.

Η καλή ρύθμιση των σακχάρων αίματος μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της εμφάνισης των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη.

Διάγνωση σακχαρώδους διαβήτη

Η διάγνωση του διαβητικού ασθενούς γίνεται με τη μέτρηση του πρωινού σακχάρου αίματος ή των τιμών σακχάρων κατά τη διάρκεια της καμπύλης γλυκόζης.

Στη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη χρησιμοποιείται, επίσης, η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), η οποία αντανακλά το μέσο όρο των σακχάρων του τελευταίου τριμήνου.

Τί είναι ο προδιαβήτης;

Προδιαβητικά ονομάζονται τα άτομα που έχουν τιμές σακχάρου υψηλότερες των φυσιολογικών, όχι, όμως, τόσο υψηλές για να χαρακτηριστούν διαβητικοί.

Χρησιμοποιούμε τον όρο «προδιαβήτη» για να υποδείξουμε το σχετικά υψηλό κίνδυνο για μελλοντική ανάπτυξη διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου.

Ποιά άτομα πρέπει να ελέγχονται για σακχαρώδη διαβήτη;

Άτομα ασυμπτωματικά, μη παχύσαρκα και χωρίς παράγοντες κινδύνου οφείλουν να ελεγχθούν για σακχαρώδη διαβήτη στην ηλικία των 45 χρόνων.

Νωρίτερα οφείλουν να ελέγχονται τα άτομα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και έχουν κάποιο επιπλέον παράγοντα κινδύνου, όπως έλλειψη άσκησης, συγγενείς πρώτου βαθμού με διαγνωσμένο σακχαρώδη διαβήτη, ή πάσχουν από υπέρταση, δυσλιπιδαιμία ή καρδιαγγειακή νόσο.

Επίσης, πρέπει να ελέγχονται τακτικά οι υπέρβαρες/παχύσαρκες μητέρες που είχαν διαγνωσθεί με διαβήτη κυήσεως ή έχουν γεννήσει υπέρβαρα νεογνά.

Πρόληψη σακχαρώδους διαβήτη

Τα άτομα με προδιαβήτη πρέπει να παρακολουθούνται για την ανάπτυξη διαβήτη από τους ειδικούς τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

Η αλλαγή στον τρόπο ζωής μπορεί να μειώσει το ποσοστό εξέλιξης σε σακχαρώδη διαβήτη και μάλιστα είναι πιο αποτελεσματική ακόμα και από τη χορήγηση αντιδιαβητικών φαρμάκων.

Οι ασθενείς με προδιαβήτη θα πρέπει να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες που θα λάβουν από τον ιατρό τους με στόχο την απώλεια βάρους και την αύξηση της σωματικής τους δραστηριότητας.

Γενικά, συνιστάται ήπιας-μέτριας έντασης άσκηση για τουλάχιστον 150 λεπτά εβδομαδιαίως.

Το σχετικά γρήγορο βάδισμα για μόλις 30 λεπτά την ημέρα καλύπτει τις ανάγκες για σωματική άσκηση του προδιαβητικού.

Ταυτόχρονα, πρέπει να αντιμετωπίζονται και άλλοι συνυπάρχοντες παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.

Θεραπευτικοί στόχοι σακχαρώδους διαβήτη

Οι τιμές της γλυκόζης νηστείας πρέπει να είναι μεταξύ 70 και 130mg/dl, ενώ σημαντική είναι και η ρύθμιση των μεταγευματικών σακχάρων (η μέτρηση αυτών γίνεται δύο ώρες μετά τα γεύματα).

Οι στόχοι, όμως, πρέπει να εξατομικεύονται ανάλογα με τον διαβητικό ασθενή και ανάλογα με άλλους παράγοντες, όπως η διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη, η ηλικία, το προσδόκιμο επιβίωσης του ασθενούς και άλλους.

Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η ικανότητα του διαβητικού ασθενούς να αντιληφθεί τις υπογλυκαιμίες.

Η ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία, δηλαδή όταν ο ίδιος ο διαβητικός ασθενής δεν αντιλαμβάνεται τις χαμηλές τιμές σακχάρου, αποτελεί σημαντικό περιοριστικό παράγοντα για τη ρύθμιση των σακχάρων και στους ασθενείς αυτούς οι θεραπευτικοί μας στόχοι είναι συνήθως λιγότερο αυστηροί.

Ταυτόχρονα με τη ρύθμιση των σακχάρων αίματος οφείλουμε να δώσουμε μεγάλη προσοχή και σε άλλες συνυπάρχουσες διαταραχές, όπως η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.

Αντιμετώπιση σακχαρώδους διαβήτη

Το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα στη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη είναι η δίαιτα και η άσκηση. Ακόμα και όταν είναι απαραίτητη η προσθήκη φαρμακευτικής αγωγής, δεν πρέπει ποτέ να παραλείπουμε τις υγειινοδιαιτητικές οδηγίες.

Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές που ακόμα και μικρή απώλεια βάρους σε συνδυασμό με άσκηση επαρκούν για τη ρύθμιση των σακχάρων σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ.

Κι ενώ στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι είναι απαραίτητη η χορήγηση ινσουλίνης, η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής στους ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ γίνεται με αντιδιαβητικά δισκία.

Έτσι, όταν η αλλαγή στον τρόπο ζωής (δίαιτα και άσκηση) δεν επαρκεί, γίνεται σταδιακή προσθήκη αντιδιαβητικών δισκίων μέχρι να επιτευχθούν οι γλυκαιμικοί στόχοι.

Η χορήγηση ινσουλίνης στους πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ είναι απαραίτητη όταν οι τιμές σακχάρου εξακολουθούν να είναι υψηλές παρά τις διατροφικές οδηγίες και τη λήψη αντιδιαβητικών δισκίων.

Η συνήθης πρακτική περιλαμβάνει τη διατήρηση των αντιδιαβητικών δισκίων και την προσθήκη σε αυτά μίας δόσης ινσουλίνης (χορήγηση βασικής ινσουλίνης).

Καθώς αυξάνεται η διάρκεια του διαβήτη και μειώνεται η ικανότητα των β-κυττάρων του παγκρέατος να εκκρίνουν ινσουλίνη, είναι δυνατόν να απαιτηθούν πολλαπλές ενέσεις ινσουλίνης για τη διατήρηση της ευγλυκαιμίας.

Χρόνιες επιπλοκές σακχαρώδη διαβήτη

Οι χρόνιες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη μπορούν να μειωθούν μέσω της καλής ρύθμισης των σακχάρων αίματος.

Τα όργανα στόχοι που προσβάλλονται από το σακχαρώδη διαβήτη είναι οι οφθαλμοί, οι νεφροί, το νευρικό σύστημα και τα αγγεία της καρδιάς, του εγκεφάλου και των περιφερικών αρτηριών.

Όσον αφορά στους οφθαλμούς, η λεγόμενη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι η βλάβη των μικρών αγγείων των οφθαλμών και χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε τύφλωση.

Ο έλεγχος σε οφθαλμίατρο για διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια οφείλει να αρχίζει νωρίς, με τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη, και πολύ πριν ο ασθενής αποκτήσει συμπτώματα. Πρέπει να επαναλαμβάνεται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

Η προσβολή των νεφρών ονομάζεται διαβητική νεφροπάθεια και είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες αιμοκάθαρσης παγκοσμίως. Η διαβητική νεφροπάθεια είναι ασυμπτωματική στα αρχικά στάδια της νόσου και για το λόγο αυτό οι διαβητικοί ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε τουλάχιστον ετήσια εξέταση των ούρων για απέκκριση λευκώματος.

Η διαβητική νευροπάθεια διακρίνεται σε:

  • περιφερική διαβητική νευροπάθεια, η οποία εκδηλώνεται συνήθως με συμπτώματα από τα κάτω άκρα, όπως αιμωδίες, άλγος, αίσθημα καύσους και άλλα, και στη
  • διαβητική νευροπάθεια του αυτονόμου νευρικού συστήματος, στην οποία μπορεί να παρατηρηθούν συμπτώματα από το στομάχι (γαστροπάρεση), διαταραχή της ούρησης και των κενώσεων (διάρροιες ή δυσκοιλιότητα), ορθοστατική υπόταση, στυτική δυσλειτουργία και άλλα.

Η προσβολή των μεγάλων αγγείων αφορά κυρίως στα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς, στις καρωτίδες, και στα αγγεία των κάτω άκρων, γνωστή και ως μακροαγγειοπάθεια, και μπορεί να εκδηλωθεί ως στηθάγχη ή ακόμα και οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικά επεισόδια ή διαλείπουσα χωλότητα (άλγος στα κάτω άκρα κατά τη βάδιση).

Τέλος, το «διαβόητο» διαβητικό πόδι οφείλεται στην περιφερική νευροπάθεια ή/και περιφερική αρτηριοπάθεια ενώ πολλές φορές συνυπάρχει κάποιος τραυματισμός του ποδιού που δεν έγινε αντιληπτός, αφού μέσω της περιφερικής νευροπάθειας καταργείται/μειώνεται η αίσθηση του πόνου στους διαβητικούς ασθενείς αυτούς και εάν δεν υπάρξει έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ακρωτηριασμό.

ΓΙΑΤΙ ΕΜΑΣ

Στο Τμήμα Βαριατρικής Χειρουργικής πραγματοποιούνται οι πιο εξειδικευμένες χειρουργικές πράξεις με τις πλέον σύγχρονες μεθόδους, χάρη στο μοναδικό εξοπλισμό και την απόλυτη εξειδίκευση των ιατρών του.

Οι πρωτοποριακές μέθοδοι που εφαρμόζονται και τα εγχειρητικά αποτελέσματα, επιταχύνουν την ανάρρωση και εκμηδενίζουν την πιθανότητα επιπλοκών.

Το ιατρικό και νοσηλευτικό του προσωπικό εκπαιδεύεται και μετεκπαιδεύεται διαρκώς στις πλέον σύγχρονες χειρουργικές τεχνικές, καλύπτοντας όλο το φάσμα των ειδικοτήτων και υποειδικοτήτων της Γενικής Χειρουργικής.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ