Ο όρος εκκόλπωμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία μικρή σακκοειδή κοιλότητα που επικοινωνεί με τον αυλό ενός κοίλου (σωληνωτού) σπλάγχνου.
Συνηθέστατα το εκκόλπωμα αφορά τον πεπτικό σωλήνα (οισοφάγο, στόμαχο, λεπτό και παχύ έντερο). Όταν σε ένα όργανο ή μία περιοχή υπάρχουν πολλά εκκολπώματα, αναφερόμαστε σε εκκολπωμάτωση του οργάνου ή της περιοχής.
Εκκολπωματίτις είναι η φλεγμονή ενός ή περισσοτέρων εκκολπωμάτων και της γύρω περιοχής, ενώ σαν εκκολπωματική νόσος περιγράφεται το σύνολο των συμπτωμάτων και επιπλοκών που μπορεί να προκληθούν σε περιπτώσεις εκκολπωμάτωσης.
Η συνηθέστερη εντόπιση εκκολπωμάτων είναι το παχύ έντερο (κόλον).
Ηλικιακή κατανομή
Παλαιότερα, η εκκολπωμάτωση θεωρείτο νόσος των ηλικιωμένων αφού η εμφάνισή της σε ηλικίες κάτω των 50 ανήρχετο σε 5%. Πρόσφατα, η συχνότητα εκκολπωμάτωσης σε νέους ασθενείς έχει αυξηθεί και περιγράφεται σε διάφορες μελέτες σε ποσοστά από 18% έως και 34%.
Συμπτώματα - Διάγνωση εκκολπωμάτωσης
Η εκκολπωμάτωση αυτή καθαυτή δεν προκαλεί συμπτώματα. Όταν υπάρχει συμπτωματολογία, αφού αποκλεισθεί άλλη αιτία, αναφερόμαστε πλέον σε εκκολπωματική νόσο.
Τα ενοχλήματα της εκκολπωμάτωσης μπορεί να είναι αμβληχρά ή περισσότερο έντονα και εμφανίζουν ευρύ φάσμα από κατά διαστήματα άλγος στο υπογάστριο ή στο αριστερό πλάγιο της κοιλίας, δυσουρικά ενοχλήματα, δυσκοιλιότητα λόγω στένωσης, αιμορραγίες ή και άλλες επιπλοκές.
Η εκκολπωματική νόσος μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως εξής:
- Συμπτωματική μη επιπλεγμένη εκκολπωμάτωση: μοναδικό επεισόδιο μη ειδικών συμπτωμάτων (πόνος στο υπογάστριο, μετεωρισμός, διάρροια) χωρίς σημεία φλεγμονής,
- Υποτροπιάζουσα συμπτωματική μη επιπλεγμένη εκκολπωμάτωση: περισσότερα του ενός επεισόδια,
- Επιπλεγμένη εκκολπωμάτωση: συνδεδεμένη με σημεία φλεγμονής ή άλλες επιπλοκές.
Η διάγνωση της εκκολπωμάτωσης του παχέος εντέρου γίνεται κλασικά με βαριούχο υποκλυσμό (ακτινολογική εξέταση) και σε βελτιωμένη έκδοση με διπλή σκιαγράφηση.
Ο ρόλος της κολονοσκόπησης είναι επίσης σπουδαίος και φαίνεται ότι οι επιφυλάξεις που υπήρχαν παλιότερα για το φόβο διάτρησης κάποιου εκκολπώματος δεν ισχύουν.
Η αξονική τομογραφία εκτός της ανάδειξης της πάθησης δίνει πληροφορίες για το πάχος του τοιχώματος του εντέρου, όπως και για την ύπαρξη επιπλοκών (περικολικός φλέγμων, απόστημα, διάτρηση προς παρακείμενα όργανα).
Επιπλοκές εκκολπωμάτωσης
Εκκολπωματίτις
Η εκκολπωματίτις είναι η συχνότερη επιπλοκή της εκκολπωμάτωσης. Το 10 - 25% των ασθενών με εκκολπώματα θα εμφανίσουν τουλάχιστον ένα επεισόδιο φλεγμονής. Εξ αυτών, το 30% θα αναπτύξουν επιπλεγμένη εκκολπωματική νόσο.
Η συχνότητα διάτρησης συνδεδεμένης με τη νόσο αυξάνεται. Ο μηχανισμός ανάπτυξης της φλεγμονής έχει σχέση με την απόφραξη του στομίου του εκκολπώματος από εντερικό περιεχόμενο και τα πολύ υψηλά μικροβιακά φορτία.
Ακολουθεί μικρορήξη προς το περικολικό λίπος, το μεσόκολο ή το μεσεντέριο, με αποτέλεσμα το σχηματισμό μίας φλεγμονώδους μάζας. Αν η ρήξη είναι μεγαλύτερη και επέλθει οξέως, είναι πιθανή η δημιουργία ευμεγέθους αποστήματος ή βαριάς περιτονίτιδας.
Οι ασθενείς με εκκολπωματίτιδα εμφανίζουν έντονο, συνήθως συνεχές άλγος στο αριστερό κάτω τεταρτημόριο της κοιλιάς, μερικές φορές συνδυασμένο με αλλαγές στις εντερικές συνήθειες.
Η αποβολή αίματος στην εκκολπωματίτιδα είναι σπάνια. Πυρετός και αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων είναι ο κανόνας, ενώ δυνατόν να συνυπάρχουν ανορεξία, ναυτία και έμετοι.
Μερικοί ασθενείς παραπονούνται για δυσουρία που οφείλεται στον ερεθισμό της ουροδόχου κύστης λόγω γειτνίασης με την περιοχή της φλεγμονής.
Στις επιπλοκές της εκκολπωματίτιδας περιλαβάνονται αποστήματα, συρίγγια, εντερική απόφραξη και διάτρηση στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Όλες αυτές οι καταστάσεις απαιτούν επείγουσα χειρουργική αντιμετώπιση.
Υπόνοια ύπαρξης αποστήματος τίθεται όταν παραμένουν πυρετός και αυξημένα λευκά αιμοσφαίρια παρά τη χορήγηση κατάλληλης τριάδας αντιβιοτικών. Κατά την ψηλάφηση της κοιλιάς είναι πιθανό να γίνεται αντιληπτή μία επώδυνη διόγκωση. Η ελεύθερη διάτρηση και γενικευμένη περιτονίτιδα είναι σπάνια, αλλά έχει ιδιαίτερα υψηλή θνητότητα, της τάξης του 35%. Προφανώς απαιτείται επείγουσα χειρουργική αντιμετώπιση.
Συρίγγια
Συρίγγια μεταξύ σιγμοειδούς και ουροδόχου κύστεως είναι αρκετά συνήθης επιπλοκή της εκκολπωματίτιδας. Επανειλημμένες ουρολοιμώξεις, αποβολή φυσαλίδων αέρα ή κοπράνων με τα ούρα αποτελούν σημεία ύπαρξης ενός τέτοιου συριγγίου.
Κολο-κολπικά συρίγγια εκδηλώνονται με την αποβολή κοπράνων από τον κόλπο και συμβαίνουν συχνότερα σε γυναίκες που έχουν υποστεί υστερεκτομή.
Συρίγγια, επίσης, μπορεί να δημιουργηθούν μεταξύ παχέος και λεπτού εντέρου και με το δέρμα (κοπροχόο συρίγγιο).
Αιμορραγία
Η ύπαρξη εκκολπωμάτων αποτελεί συχνή αιτία αιμορραγίας από το κατώτερο πεπτικό. Αν και τα περισσότερα εκκολπώματα εντοπίζονται στο αριστερό κόλον, σχετικά συχνότερα αιμορραγούν εκκολπώματα που βρίσκονται στο δεξιό κόλον.
Σε ένα ποσοστό 3 - 5% ασθενών με εκκολπώματα η αιμορραγία είναι σοβαρή και απαιτεί επείγουσα χειρουργική παρέμβαση. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις αιμορραγίας δίδεται ο απαραίτητος χρόνος για τη σταθεροποίηση, έρευνα και συντηρητική θεραπεία του ασθενούς, χωρίς να αποκλείεται η υποτροπή και η ανάγκη επέμβασης.
Εντερική απόφραξη
Η εντερική απόφραξη αποτελεί σπάνια επιπλοκή. Συνηθέστερα προσβάλλεται το λεπτό έντερο, λόγω καθήλωσης στη φλεγμονώδη μάζα ή δημιουργίας συμφύσεων.
Το σιγμοειδές είναι δυνατόν να αποφραχθεί μετά από επανειλημμένες προσβολές φλεγμονής, με συνέπεια τη σκλήρυνση και ρίκνωση του τοιχώματός του.
Κατά πάσα πιθανότητα θα απαιτηθεί χειρουργική αποκατάσταση.
Θεραπεία εκκολπωμάτωσης
Σε ασθενείς με ασυμπτωματική εκκολπωμάτωση δεν απαιτείται θεραπεία. Οι πάσχοντες μπορεί να ωφεληθούν από κατανάλωση φυτικών ινών. Σε περιπτώσεις ήπιας συμπτωματολογίας η πρώτη αντιμετώπιση μπορεί να είναι τροποποίηση της διατροφής ή συμπληρωματική λήψη φυτικών ινών, με ή χωρίς λήψη αντιβιοτικών.
Αντίθετα, η αντιμετώπιση σχεδόν όλων των επιπλοκών απαιτεί παρέμβαση.
Σε περιπτώσεις αποστήματος ή περιτονίτιδας πρέπει να εκπλυθεί και να παροχετευθεί η περιτοναϊκή κοιλότητα ώστε να αποφευχθούν οι συνέπειες της σήψης από το βαρύ μικροβιακό φορτίο.
Ανάλογα με τις συνθήκες, τις απόψεις και την ικανότητα του χειρουργού είναι δυνατός ο συνδυασμός με εκτομή του τμήματος με τα εκκολπώματα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα απαιτηθεί προσωρινή κολοστομία (παρά φύσιν έδρα) και αποκατάσταση του εντέρου σε επόμενη επέμβαση.
Ανάλογη επέμβαση θα απαιτηθεί σε περίπτωση στένωσης όταν δεν είναι δυνατόν να προετοιμασθεί το έντερο. Χειρουργική αντιμετώπιση, επίσης, απαιτείται πάντα σε περιπτώσεις συριγγίων, όπου η σύγκλειση του συριγγίου συνδυάζεται με εκτομή του σιγμοειδούς συνήθως.
Το αν και πότε απαιτείται χειρουργική θεραπεία της εκκολπωμάτωσης ή εκκολπωματίτιδας αποτελεί αντικείμενο δύσκολων αποφάσεων που απαιτούν μεγάλη κλινική εμπειρία και κρίση.
Παράγοντες που συνεκτιμώνται είναι η ηλικία (νεώτερα άτομα με εκκολπωμάτωση πρέπει να χειρουργούνται) και οι καταστάσεις μειωμένης αμυντικής ικανότητας (διαβήτης, ανοσοκατασταλμένα άτομα).
Έχοντας υπόψη ότι περίπου το 1/3 των ασθενών που είχαν επεισόδιο οξείας εκκολπωματίτιδας θα εμφανίσουν υποτροπή (έως 54% στην πενταετία) και μάλιστα αρκετοί σε ένα έτος, είναι προφανές ότι η προγραμματισμένη έγκαιρη εκτομή αποτρέπει κινδύνους, νοσηρότητα και την αναγκαιότητα προσωρινής κολοστομίας και σύγκλεισής της με δεύτερη επέμβαση.