
Καρκίνος του Στομάχου: Από τα Πρώτα Συμπτώματα στη Νέα Εποχή Θεραπείας
Καρκίνος του Στομάχου: Από τα Πρώτα Συμπτώματα στη Νέα Εποχή
Θεραπείας
Γράφει ο Δρ. Παρίσης Μακραντωνάκης Παθολόγος – Ογκολόγος, Διευθυντής Ε’ Ογκολογικής
Παθολογικής Κλινικής Ιατρικού Διαβαλκανικού Θεσσαλονίκης
Τι είναι ο καρκίνος του στομάχου;
Ο καρκίνος του στομάχου (γαστρικός καρκίνος) είναι μια κακοήθεια του πεπτικού
συστήματος που ξεκινά από τον βλεννογόνο του στομάχου. Παρότι η συχνότητά του
έχει μειωθεί διεθνώς, παραμένει σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνητότητας,
ιδιαίτερα σε άτομα άνω των 60 ετών.
Χρήζει καθοριστικής σημασίας η ενημέρωση των πολιτών για τους παράγοντες που
αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, ώστε να ενισχυθεί η πρόληψη και η
έγκαιρη διάγνωση.
Επιδημιολογικά στοιχεία στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, καταγράφονται περίπου 1.000–1.200 νέα περιστατικά γαστρικού
καρκίνου ετησίως. Η νόσος εμφανίζεται συχνότερα στους άνδρες και σε άτομα
μεγαλύτερης ηλικίας. Η βελτίωση των διατροφικών συνηθειών και η μείωση του
καπνίσματος έχουν συμβάλει στη σταδιακή μείωση της επίπτωσης.
Τα τελευταία χρόνια, η χρήση ενδοσκόπησης, βιοψιών και σύγχρονων
απεικονιστικών τεχνικών (CT, PET-CT) έχει αυξήσει σημαντικά την πιθανότητα
πρώιμης διάγνωσης. Επιπλέον, η ανίχνευση του βακτηρίου Helicobacter pylori και η
θεραπεία του μειώνουν τον κίνδυνο εξέλιξης σε καρκίνο.
Τι αυξάνει τον κίνδυνο;
- Χρόνια λοίμωξη από το βακτήριο Helicobacter pylori: Πρόκειται για έναν μικροοργανισμό που προκαλεί χρόνια φλεγμονή στο γαστρικό βλεννογόνο και μπορεί να οδηγήσει σε προκαρκινικές αλλοιώσεις.
- Διατροφή πλούσια σε αλατισμένα, καπνιστά ή επεξεργασμένα τρόφιμα:
- Χαμηλή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών
- Συνήθειες που επιβαρύνουν σοβαρά το γαστρικό περιβάλλον (κάπνισμα, αλκοόλ)
- Οικογενειακό ιστορικό ή γενετικές μεταλλάξεις.
- Προκαρκινικές καταστάσεις: Αλλοιώσεις του βλεννογόνου που μπορεί να εξελιχθούν σε κακοήθεια.
Η ενημέρωση είναι το πρώτο βήμα προς την πρόληψη. Ο γαστρικός καρκίνος μπορεί
να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, όταν εντοπιστεί έγκαιρα, με την εμφάνιση
ύποπτων συμπτωμάτων όπως δυσπεψία, ναυτία, ανεξήγητη απώλεια βάρους, επίμονο
κοιλιακό άλγος και γενική αδυναμία με αίμα στα κόπρανα ή αιματέμεση.
Διάγνωση
Η γαστροσκόπηση είναι η βασική μέθοδος για την απεικόνιση του γαστρικού
βλεννογόνου, η οποία επιτρέπει την άμεση παρατήρηση ύποπτων βλαβών και τη
λήψη βιοψιών για ιστολογική εξέταση. Οι ιστολογικές εξετάσεις των δειγμάτων που
λαμβάνονται κατά την ενδοσκόπηση επιβεβαιώνουν την παρουσία καρκινικών
κυττάρων, καθορίζουν τον τύπο του όγκου (π.χ. αδενοκαρκίνωμα) και παρέχουν
πληροφορίες για την διαφοροποίηση και την επιθετικότητα της νόσου.
Συμπληρωματικά, χρησιμοποιούνται αξονικές ή μαγνητικές τομογραφίες και PET-CT
για τη χαρτογράφηση της νόσου και την αναζήτηση μεταστάσεων.
Θεραπεία
Η θεραπεία του γαστρικού καρκίνου έχει εξελιχθεί σημαντικά την τελευταία
δεκαετία, με την επιστήμη να στρέφεται πλέον σε πιο στοχευμένες και
εξατομικευμένες προσεγγίσεις. Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας εξαρτάται από
το στάδιο της νόσου, τη γενική κατάσταση του ασθενούς και τα βιολογικά
χαρακτηριστικά του όγκου.
Η χειρουργική αντιμετώπιση εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση της θεραπείας όταν
η νόσος είναι εντοπισμένη.
Η χημειοθεραπεία εφαρμόζεται προ εγχειρητικά ή συμπληρωματικά με σκοπό την
υποσταδιοποίηση και την μείωση πιθανής υποτροπής της νόσου.
Η ακτινοθεραπεία μπορεί να συνδυαστεί μαζί με χημειοθεραπεία για τοπικά
προχωρημένο ή μη χειρουργήσιμο καρκίνωμα.
Υπάρχουν καινοτόμες στοχευμένες θεραπείες βάσει γονιδιακών μεταλλάξεων
(HER2), που πυροδοτούν μοριακά μονοπάτια καρκινογένεσης, που δείχνουν
θεαματικά αποτελέσματα στην συνολική επιβίωση.
Η ανοσοθεραπεία σε συνδυασμό με την χημειοθεραπεία, όπως προκύπτει από
δεδομένα πρόσφατων ογκολογικών μελετών (μελέτη Matterhorn) αυξάνει σημαντικά
την πλήρη παθολογική ανταπόκριση και την επιβίωση των ασθενών χωρίς υποτροπή
της νόσου.
Εξατομίκευση: Το μέλλον της ογκολογίας
Η σύγχρονη θεραπευτική προσέγγιση δεν είναι πλέον «μία λύση για όλους». Η
ανάλυση του γενετικού προφίλ του όγκου, η αξιολόγηση της κλινικής κατάστασης
του ασθενούς και η χρήση βιοδεικτών οδηγούν σε καινοτόμες θεραπείες
προσαρμοσμένες στις ανάγκες του κάθε ασθενούς τόσο στην συνολική επιβίωση
αλλά και στην βέλτιστη ποιότητα ζωής.