Η επιληψία στην παιδική ηλικία

Γράφει ο Λάμπρος Κουσουλός, Παιδίατρος - Παιδονευρολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών

 

H επιληψία (η λέξη ετυμολογείται από το επι- και λαμβάνειν, δηλαδή ότι κάτι εκτός του ανθρώπου αναλαμβάνει τον έλεγχό του) είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα ξέρουμε ότι δεν είναι κάποια εξωτερική δύναμη που αναλαμβάνει τον έλεγχο του ανθρώπου, αλλά προέρχεται από τον εγκέφαλο του ανθρώπου, και έχει πολλές διαφορετικές μορφές και είδη.

Διαχωρίζουμε ανάμεσα σε μια επιληπτική κρίση (seizure) και στην επιληψία (epilepsy). Η επιληπτική κρίση μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε από εμάς, εφόσον υπάρχουν οι απαραίτητες συνθήκες (οι λεγόμενες προκλητές κρίσεις, πχ από έλλειψη οξυγόνου, τραύμα στον εγκέφαλο, διαταραχή ηλεκτρολυτών νατρίου, ασβεστίου, σακχάρου, υπερδοσολογία κάποιων φαρμάκων ή ουσιών, κτλ), και οφείλεται σε μια υπερβολική και σύγχρονη εκφόρτιση νευρώνων του εγκεφάλου. Περίπου 5% των ανθρώπων θα παρουσιάσουν μία φορά στη ζωή τους μία επιληπτική κρίση. Στα μικρά παιδιά παρουσιάζονται πχ αρκετά συχνά πυρετικοί σπασμοί, χωρίς αυτό να είναι επιληψία. Επίσης τα παιδιά παρουσιάζουν πολλάκις παροξυσμικά φαινόμενα ( πχ τικ, μυοκλονίες ύπνου, σπασμοί επί εδάφους συγκοπτικών επεισοδίων, σε βρέφη και νήπια κράτημα αναπνοής, άλλες κινητικές διαταραχές, κτλ), χωρίς αυτά να οφείλονται σε κάποια επιληψία.

Η επιληψία από την άλλη μεριά, είναι μια νόσος που ορίζεται ως δύο μη προκλητές κρίσεις με απόσταση τουλάχιστον 24 ωρών μεταξύ τους, ή ως μία απρόκλητη κρίση και πιθανότητα εμφάνισης 2ης κρίσης πάνω από 60 % (η πιθανότητα αυτή προκύπτει από ευρήματα στον απεικονιστικό έλεγχο, στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, κτλ), ή αν διαγνωσθεί κάποιο επιληπτικό σύνδρομο.

Περίπου 1% των ανθρώπων στη Γη πάσχουν από επιληψία κάποιας μορφής. Η επιληψία είναι από τα πιο συχνά νευρολογικά νοσήματα της παιδικής ηλικίας. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε περίπου 33-82 παιδιά ανά 100.000 παιδιά το έτος, αναλόγως του μελετωμένου πληθυσμού. Το 75% των επιληψιών πρωτοπαρουσιάζεται πριν το 20ό έτος.

Στην ακριβή αιτιολόγησή της βοηθάει πολύ το ακριβές ιστορικό, αν υπάρχει κάποιο βίντεο του σπασμού, οι μαρτυρίες των ανθρώπων που είδαν το σπασμό, οι αναφορές του ίδιου του ασθενούς και στη συνέχεια οι διαγνωστικές εξετάσεις. Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα είναι μια εξέταση όπου φαίνονται πολλές φορές τα επιληπτικά δυναμικά (αλλά όχι πάντα με την πρώτη εξέταση). Υπάρχουν διάφορα είδη ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, όπως εγρήγορσης, ύπνου, 24ωρο, κλπ. Είναι πολύ σημαντικό να διευκρινιστεί εάν πρόκειται για γνήσια επιληπτική κρίση. Εάν συνέβη όντως επιληπτική κρίση, συνήθως χρειάζεται να γίνει και απεικονιστικός έλεγχος (προτιμάται η μαγνητική τομογραφία, καθώς η αξονική τομογραφία του εγκεφάλου έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει ελαφρώς τη στατιστική πιθανότητα εμφάνισης όγκων του κεντρικού νευρικού συστήματος, λόγω της ακτινικής επιβάρυνσης. Αντίθετα, η μαγνητική τομογραφία δεν εκλύει ακτινοβολία). Επίσης έχει προχωρήσει πολύ η γενετική διερεύνηση των επιληψιών, με καινούρια ευρήματα κάθε χρόνο, πολλά από τα οποία επηρεάζουν και την επιλογή της θεραπείας.

Εάν διαγνωσθεί επιληψία, εξετάζεται ποιο ακριβώς είδος επιληψίας υφίσταται. Ανάλογα με την ηλικία του παιδιού κατά την εμφάνιση της επιληψίας, υπάρχουν και διαφορετικά σύνδρομα επιληψίας. Οι επιληπτικές κρίσεις διαχωρίζονται επίσης σε εστιακές (έναρξη σε ένα ημισφαίριο του εγκεφάλου) και σε γενικευμένες (έναρξη της επιληπτικής δραστηριότητας ταυτόχρονα και στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου), κάτι που έχει μεγάλη σημασία για την επιλογή του κατάλληλου φαρμάκου.

Αν χρειαστεί να δοθεί αντιεπιληπτική αγωγή, υπάρχουν πολλά διαφορετικά φάρμακα, που δρουν με διάφορους τρόπους. Στατιστικά, το πρώτο αντιεπιληπτικό φάρμακο θα ελέγξει τους επιληπτικούς σπασμούς στο περίπου 50% των περιπτώσεων. Σε περίπτωση επιμονής των σπασμών, ένα δεύτερο φάρμακο θα καταφέρει να ελέγξει άλλο 25% των περιπτώσεων. Όταν 2 φάρμακα σε σωστή δόση δεν μπορούν να ελέγξουν μια επιληψία, τότε αυτή  ορίζεται ως φαρμακοανθεκτική. Τότε συνίστανται και άλλες θεραπευτικές μέθοδοι, όπως η χειρουργική της επιληψίας, η διέγερση του πνευμονογαστρικού νεύρου, η κετογενής δίαιτα, κλπ. Η πρόγνωση σε κάθε ξεχωριστό ασθενή ωστόσο εξαρτάται εν τέλει από το είδος της επιληψίας και από πολλούς άλλους παράγοντες.

Η φαρμακευτική θεραπεία της επιληψίας στα παιδιά δεν χρειάζεται πάντα να δίνεται εφ όρου ζωής. Πολλά παιδιά στην πορεία του χρόνου μπορούν να σταματήσουν την αγωγή, καθώς ωριμάζει το νευρικό τους σύστημα και η επιληψία δεν υφίσταται πια. Είναι βέβαια σημαντικό να ελεγχθούν οι επιληπτικοί σπασμοί όταν αυτοί πρωτοεμφανίζονται, καθώς μπορούν να προκαλέσουν επιπλοκές.

Συνιστούμε πάντα σε περίπτωση που οι τυχόν εμφανιζόμενοι επιληπτικοί σπασμοί διαρκούν πολύ, να δίδεται το κατάλληλο φάρμακο διάσωσης, ώστε να αποφευχθεί η εξέλιξη στο λεγόμενο status epilepticus (δηλ. παρατεταμένοι σπασμοί που οδηγούν σε βλάβη των νευρώνων του εγκεφάλου). Επίσης συνίσταται η αποφυγή δραστηριοτήτων όπου η τυχόν εμφάνιση επιληπτικών σπασμών μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρούς τραυματισμούς, πχ συνίσταται αποφυγή αναρρίχησης, κατάδυσης, κολύμβησης χωρίς συνεχή επιτήρηση, οδήγησης ποδηλάτου χωρίς προστατευτικό κράνος, αποφυγή μπάνιου σε μπανιέρα με γεμάτο νερό χωρίς επιτήρηση, κλπ. Συνίσταται επίσης η ενημέρωση του σχολείου και του άμεσου περιβάλλοντος του παιδιού, ώστε σε περίπτωση σπασμών να μπορούν να χορηγηθούν οι πρώτες βοήθειες χωρίς πρόβλημα.

Η επιληψία συνοπτικά είναι μια πολύ συχνή νόσος και τα παιδιά με επιληψία μπορούν τις περισσότερες φορές με την κατάλληλη αγωγή και αντιμετώπιση να ζήσουν μια φυσιολογική και χαρούμενη ζωή, να σταδιοδρομήσουν, να κάνουν οικογένεια και να εξελιχθούν σε αυτόνομους και ώριμους ενήλικες.