
Εκφοβισμός (bullying)
Γράφει η Βαρβάρα Ξυδού, Οικογενειακή Σύμβουλος, Επιστημονική Συνεργάτης Τμήματος Ψυχολογικής Υποστήριξης για το Παιδί και την Οικογένεια στο Παιδιατρικό Κέντρο Αθηνών
O εκφοβισμός αναφέρεται σε επιθετική, σκόπιμη πράξη, η οποία είναι επαναλαμβανόμενη και ασκείται από ένα ισχυρότερο άτομο ή ομάδα ισχυρότερων ατόμων σε ένα άτομο πιο αδύναμο. Μπορεί να είναι άμεση (σωματική ή λεκτική βία) ή έμμεση (κοινωνικός αποκλεισμός).
Κάποια παιδιά είναι θύματα εκφοβισμού γιατί διαφέρουν σε κάτι από τα άλλα παιδιά (ο τρόπος που μιλάνε, το όνομά τους, το ύψος τους, το βάρος τους). Άλλα γίνονται στόχος χωρίς να υπάρχει κάποιος εμφανής λόγος.
Από την άλλη μεριά υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους κάποια παιδιά γίνονται θύτες. Κάποια βρίσκουν αυτό τον τρόπο να είναι δημοφιλή, κάποια άλλα θέλουν να δείχνουν ότι είναι δυνατά. Κάποια άλλα, μπορεί να υπήρξαν τα ίδια θύματα εκφοβισμού και να θέλουν τώρα να κάνουν και αυτά το ίδιο.
Τα παιδιά που είναι θύματα νιώθουν μόνα, δυστυχισμένα και φοβισμένα. Χάνουν την αυτοπεποίθησή τους και απομονώνονται. Δε νιώθουν ασφάλεια στο σχολείο. Συχνά κατηγορούν τον εαυτό τους για αυτό που συμβαίνει. Φοβούνται ότι αν μιλήσουν σε κάποιον ενήλικα, οι θύτες θα τους πουν «καρφί» και η κατάσταση θα χειροτερέψει. Έτσι, συχνά η οικογένεια και οι δάσκαλοι δε γνωρίζουν.
Κατά συνέπεια πρέπει οι γονείς να κινητοποιηθούν:
- Εάν το παιδί τους ξαφνικά δε θέλει να πάει στο σχολείο
- Έχει κακή διάθεση
- «Χάνει» τα πράγματα του ή το χαρτζιλίκι του
- Δε διαβάζει
- Έχει κακή ή επιθετική διάθεση
- Απομονώνεται
- Έχει αλλαγές στον ύπνο ή στο φαγητό του
Στην περίπτωση που παρατηρήσουν τέτοιες αλλαγές θα πρέπει:
- Nα το προσεγγίσουν και να συζητήσουν μαζί του, να μάθουν τί ακριβώς συμβαίνει. Να τονίσουν ότι πρέπει να αισθάνεται ασφαλές στο σχολείο του και οι ενήλικες θα φροντίσουν για αυτό.
- Να το παροτρύνουν να μην είναι μόνο του, να είναι με ομάδα φίλων ή κοντά σε δασκάλους.
- Να το καθοδηγήσουν να αντιμετωπίσει την κατάσταση, δείχνοντας στο θύτη ότι δε φοβάται, δεν ανέχεται αυτή την συμπεριφορά και να απομακρυνθεί. Οι θύτες, συνήθως, χάνουν το ενδιαφέρον τους αν δουν ότι το θύμα δεν αναστατώνεται.
Έχει σημασία να τονίσουμε ότι στη διάρκεια της συζήτησης, οι γονείς, εκτός από συγκεκριμένα βήματα, θα πρέπει να δώσουν στο παιδί τους την ευκαιρία να πει και το ίδιο τι σκέφτεται να κάνει, να χρησιμοποιήσει δηλαδή και τις δικές του δυνάμεις για να σκεφτεί και να δράσει. Να του ξεκαθαρίσουν ότι όλες οι μορφές βίας απαγορεύονται και ότι αυτό που συμβαίνει δεν επιτρέπεται να συνεχιστεί, και οι γονείς, όπως και οι δάσκαλοι είναι στο πλάι του για να το βοηθήσουν. Αρκεί το παιδί να τους μιλάει.
Σημαντικό είναι να πούμε ότι ενώ μιλάμε για το θύμα και τη βοήθεια που χρειάζεται, εξίσου σημαντικό είναι οι γονείς του θύτη να πλησιάσουν το παιδί τους και να το φροντίσουν, όχι να το μαλώσουν. Θα πρέπει να το ακούσουν και να κατανοήσουν τη συμπεριφορά του, τονίζοντας βέβαια τις συνέπειες κάθε βίαιης πράξης.
Κλείνοντας να πούμε ότι η ζωή ενός παιδιού, θύματος ή θύτη, μπορεί να επηρεαστεί πολύ βαθιά, και χρειάζεται καλή επικοινωνία και συνεργασία οικογένειας και σχολείου για να αντιμετωπιστεί το κάθε περιστατικό σα μία ευκαιρία για να διορθωθεί κάτι και όχι σα μία καταστροφή.




