Πνευμονία
Με τον όρο «πνευμονία» ορίζεται η οξεία φλεγμονή των πνευμόνων. Τα αίτιά της είναι συνήθως ιοί, μικρόβια ή μύκητες.
Η πνευμονία είναι μία μεταδοτική ασθένεια, δυνητικά θανατηφόρα.
Πολλές φορές η νόσος λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας.
Η μετάδοση γίνεται κυρίως μέσω του αέρα, με το βήχα και την εισπνοή σταγονιδίων από τις εκκρίσεις των ασθενών.
Απαιτείται προσοχή στα μέτρα εκείνα που είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους και έχουν σκοπό τον περιορισμό της μετάδοσης της νόσου, όπως σχολαστικό πλύσιμο χεριών, προφύλαξη του βήχα, αερισμό των χώρων, προσοχή των ειδικών πληθυσμών (έγκυες γυναίκες, μαθητές, ηλικιωμένοι, χρόνιοι ασθενείς κ.λπ.).
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Πνευμονολογική Εταιρεία (ERS) και το Ευρωπαϊκό Πνευμονολογικό Ίδρυμα (ELF), σημαντικοί παράγοντες κινδύνου, που μπορούν να μειώσουν την άμυνα των πνευμόνων, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη πνευμονίας, είναι ο καπνός (ενεργητικό, παθητικό κάπνισμα) και το περιβάλλον (ατμοσφαιρική ρύπανση, ειδικά στις μεγάλες πόλεις).
Αντίθετα, ορισμένες διατροφικές συνήθειες, όπως βιταμίνη C, β-καροτένιο, βιταμίνη Ε, σελήνιο και ωμέγα 3 λιπαρά, έχει αποδειχτεί ότι ωφελούν την υγεία των πνευμόνων, επομένως έχουν προστατευτική δράση κατά της πνευμονίας.
Το γεγονός ότι τα αίτια της πνευμονίας είναι ποικίλα, καθιστά την άμυνα του οργανισμού εξαιρετικά δύσκολη.
Δύσκολο, επίσης, είναι ένα εμβόλιο να καλύψει όλους τους πιθανούς παράγοντες κινδύνου. Υπάρχει ωστόσο ένα εμβόλιο εναντίον του πιο κοινού τύπου, της πνευμονοκοκκικής πνευμονίας, η οποία προκαλείται από το βακτήριο Streptococcus pneumoniae.
Το εμβόλιο συνιστάται πρωταρχικά σε άτομα που έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν πνευμονία απειλητική για τη ζωή, όπως άτομα μεγαλύτερα των 60 ετών, με σοβαρή πνευμονική ασθένεια, ενήλικες που κάνουν κατάχρηση αλκοόλ, όσα έχουν σοβαρές παθήσεις, όπως καρκίνο, HIV, μεταμόσχευση οργάνου, νεφροπάθεια, ηπατική πάθηση, διαβήτη και σπληνεκτομή.
Επειδή ο ιός της γρίπης μπορεί επίσης να προκαλέσει πνευμονία, συνιστάται να γίνεται κάθε χρόνο αντιγριπικό εμβόλιο κυρίως στα άτομα που είναι άνω των 65 ετών, που ζουν σε ίδρυμα, που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, χρόνια καρδιοπάθεια, πνευμονοπάθεια, ηπατική πάθηση ή νεφροπάθεια ή ορισμένες αιματολογικές διαταραχές, ή είναι εργαζόμενοι σε νοσηλευτικά ιδρύματα.