Θυρεοειδικοί Όζοι

Οι θυρεοειδικοί όζοι είναι περιγεγραμμένα μορφώματα (συμπαγή, κυστικά ή μεικτά) που αναπτύσσονται εντός του παρεγχύματος του θυρεοειδούς αδένα.

Οι θυρεοειδικοί όζοι είναι εξαιρετικά συχνοί (50% του πληθυσμού άνω των 50 ετών έχουν τουλάχιστον ένα όζο μικρού ή μεγάλου μεγέθους), μπορεί να είναι μονήρεις ή πολλαπλοί, μικροί ή λίαν ευμεγέθεις και μπορεί να προκαλούν ή όχι σημαντική συμπτωματολογία.

Οι θυρεοειδικοί όζοι διακρίνονται σε ψυχρούς (μη λειτουργικούς) και θερμούς (λειτουργικούς), είναι καλοήθεις σε ποστοστό 95%, μπορεί να συνυπάρχουν με λειτουργικές διαταραχές του αδένα, η εμφάνισή τους αυξάνεται με την ηλικία, και εφόσον ανευρεθούν χρήζουν ελέγχου από την ενδοκρινολογική ομάδα.

Παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης θυρεοειδικών όζων αποτελούν η ηλικία, το γυναικείο φύλο (σε αναλογία 4/1 σε σχέση με τους άντρες), το κληρονομικό ιστορικό, η θεραπευτική ακτινοβόληση του τραχήλου για άλλη πάθηση κύρια σε νεαρή ηλικία και η επίδραση της ακτινοβολίας μετά από πυρηνικά ατυχήματα.

Διάγνωση θυρεοειδικών όζων

Η διαγνωστική προσέγγιση θυρεοειδικών όζων περιλαμβάνει:

  • Λεπτομερές ατομικό και οικογενειακό ιστορικό.
  • Ψηλάφηση (40% των όζων άνω των 15 mm και 4% του συνόλου των όζων είναι ψηλαφητοί).
  • Αιματολογικό - ορμονολογικό έλεγχο (Η βασική και μοναδική αρχικά εξέταση που χρειάζεται για τον έλεγχο της θυρεοειδικής λειτουργίας είναι η μέτρηση των επιπέδων της TSH - θυρεοειδοτρόπος ορμόνη. Όλες οι υπόλοιπες ορμονολογικές παράμετροι όπως Τ3, fΤ4, καλσιτονίνη, θυρεοσφαιρίνη, αντισώματα κ.α έπονται αναλόγως της τιμής της TSH και του υπερηχογραφήματος).
  • Υπερηχογράφημα τραχήλου (ύποπτα απεικονιστικά κριτήρια για κακοήθεια αποτελούν οι μικροαποτιτανώσεις, η αυξημένη κεντρική αγγείωση, η υποηχογένεια, τα ανώμαλα όρια κ.α).
  • Σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς σε κάποιες περιπτώσεις όπου υπάρχει η κλινική ή εργαστηριακή εικόνα υπερλειτουργικής παθήσεως του οργάνου.
  • Ελαστογραφία (ελέγχει τη σκληρότητα του όζου και επισημαίνει τους ύποπτους όζους με υψηλό ποσοστό αξιοπιστίας).
  • Παρακέντηση διά λεπτής βελόνης (FNA) και ακόλουθη κυτταρολογική εξέταση, είτε ενός όζου είτε ενός διογκωμένου τραχηλικού λεμφαδένα (η FNA αποτελεί το σημαντικότερο εργαλείο για τη διάγνωση των κακοήθων παθήσεων και πρέπει να διενεργείται για κάθε όζο μεγαλύτερο του 1 εκατοστού είτε για κάθε όζο ανεξαρτήτως μεγέθους αλλά με ύποπτα απεικονιστικά χαρακτηριστικά, ιστορικό θεραπευτικής ακτινοβόλησης του τραχήλου ή οικογενειακό ιστορικό θυρεοειδικής κακοήθειας).

Θεραπεία θυρεοειδικών όζων

Ο θεραπευτικός σχεδιασμός περιλαμβάνει:

  • Απλή παρακολούθηση των όζων από την ενδοκρινολογική ομάδα κάθε 6 -12 μήνες με τις προαναφερθείσες διαγνωστικές μεθόδους.
  • Χορήγηση θυροξίνης για τη μείωση του μεγέθους των θυρεοειδικών όζων (η τακτική αυτή πλέον αμφισβητείται έντονα από τους περισσότερους ενδοκρινολόγους, μίας και μόλις στο 30% των όζων μικραίνουν οι διαστάσεις τους και αυτό σε ποσοστό 25 - 30% επί του μεγέθους τους).
  • Με βάση το ιστορικό, την κλινική εξέταση, τον ορμονικό έλεγχο, την απεικόνιση και την FNA, εφόσον υπάρχει δεδομένη κακοήθεια ή ισχυρότατη υποψία για ύπαρξη κακοήθειας, είτε ένας όζος υπερλειτουργεί, τίθεται από τον ενδοκρινολόγο και μόνο, η απόλυτη ένδειξη της χειρουργικής επέμβασης, δηλαδή της πλήρους εξαίρεσης του οργάνου.