Σακχαρώδης Διαβήτης και εγκυμοσύνη
Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) της κύησης, είναι η ποικίλου βαθμού διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων που εμφανίζεται ή διαγιγνώσκεται για πρώτη φορά στη διάρκεια της κύησης.
Αφορά το 90% των περιπτώσεων σακχαρώδους διαβήτη στην κύηση, ενώ ο προϋπάρχων ΣΔ τύπου 2 αφορά το 8% των περιπτώσεων. Συνολικά, ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης αφορά το 3-10% των κυήσεων.
Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της πάθησης είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς τα νεογνά των μητέρων με προϋπάρχοντα σακχαρώδη διαβήτης έχουν διπλάσιο κίνδυνο σοβαρού τραυματισμού στον τοκετό, τριπλάσιο κίνδυνο καισαρικής τομής και τετραπλάσιο κίνδυνο εισαγωγής στη μονάδα εντατικής νοσηλείας νεογνών.
Διάγνωση Σακχαρώδους Διαβήτη
Οι οδηγίες από τις διεθνείς επιστημονικές εταιρείες συστήνουν τον πληθυσμιακό έλεγχο των εγκύων να γίνεται μετά την 24η εβδομάδα της κύησης, με την πραγματοποίηση της καμπύλης σακχάρου (προσδιορισμός σακχάρου από το περιφερικό αίμα της εγκύου νηστικής, και 1 και 2 ώρες μετά τη λήψη 75 γραμμαρίων διαλύματος γλυκόζης).
Τρεις μέρες πριν την πραγματοποίηση της καμπύλης σακχάρου, οι γυναίκες πρέπει να καταναλώνουν γεύματα πλούσια σε υδατάνθρακες.
Εάν μία από τις τιμές που λαμβάνονται είναι εκτός των φυσιολογικών ορίων, τότε γίνεται διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη της κύησης. Η σύσταση αφορά ασυμπτωματικές εγκύους χωρίς προηγούμενη διάγνωση ΣΔ τύπου 1 ή τύπου 2.
Η διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 1 συνήθως γίνεται μετά την εμφάνιση κάποιου επεισοδίου υπεργλυκαιμίας, κέτωσης και αφυδάτωσης. Η διάγνωση είναι πιο συχνή στην παιδική ηλικία ή κατά τη διάρκεια της εφηβείας, ενώ είναι σπάνια στην κύηση.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 διαγιγνώσκεται όταν ανευρίσκονται εκτός κύησης συγκεκριμένα εργαστηριακά κριτήρια (σάκχαρο νήστεως πάνω από 126 mg/dl, γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη πάνω από 6,5%, σάκχαρο αίματος 2 ώρες μετά τη λήψη 75 γραμμαρίων διαλύματος γλυκόζης πάνω από 200 mg/dl).
Θεραπεία Σακχαρώδους Διαβήτη
Στόχος της θεραπείας είναι η επίτευξη καλού γλυκαιμικού ελέγχου στη διάρκεια της κύησης, τόσο για το σακχαρώδη διαβήτη κύησης, όσο και για τον προϋπάρχοντα σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2.
Αυτό επιτυγχάνεται με έναν συνδυασμό από τις παρακάτω παρεμβάσεις:
- Δίαιτα: Όλες οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης πρέπει να ακολουθούν κατάλληλη δίαιτα, με στόχο την επίτευξη ευγλυκαιμίας, την πρόληψη κέτωσης, την επαρκή αύξηση του σωματικού βάρους και την εξασφάλιση της «καλής κατάστασης» του εμβρύου. Η θερμιδική κάλυψη πρέπει να εξασφαλίζεται με υδατάνθρακες (33-40%), πρωτεΐνες (20%) και λίπη, κυρίως ακόρεστα (40%). Συνήθως δίνονται οδηγίες για 3 γεύματα και 3 σνακ ημερησίως. Στις υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες, τα σνακ συχνά παραλείπονται.
- Άσκηση: Η φυσική άσκηση είναι χρήσιμη και ενθαρρύνεται στις παραπάνω έγκυες, αρκεί να μην υπάρχουν ιατρικές ή μαιευτικές αντενδείξεις (όπως για παράδειγμα προδρομικός πλακούντας, αιμορραγίες, ανεπάρκεια τραχήλου).
- Χορήγηση Ινσουλίνης: Εάν με τη δίαιτα δε μπορεί να επιτευχθεί ο έλεγχος των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα, ενδείκνυται η χορήγηση ινσουλίνης σε υποδόρια χορήγηση. Αν είναι αυξημένο το σάκχαρο νηστείας, επιλέγεται ινσουλίνη μέσης διάρκειας δράσης (π.χ. NPH). Αν είναι αυξημένο το μεταγευματικό σάκχαρο, επιλέγεται ινσουλίνη βραχείας διάρκειας δράσης (π.χ. lispro ή aspart).
Έλεγχος του Εμβρύου
Ο στενός έλεγχος της κατάστασης του εμβρύου (με καρδιοτογραφία, βιοφυσικό προφίλ, καταγραφή εμβρυϊκών σκιρτημάτων) θα πρέπει να ξεκινά στις 32 εβδομάδες.
Ανάμεσα στις επιλογές είναι η επανάληψη του καρδιοτοκογραφήματος μία φορά την εβδομάδα μέχρι τις 36 εβδομάδες και στη συνέχεια δύο φορές την εβδομάδα μέχρι τον τοκετό.
Σε μαιευτικές επιπλοκές ή ανεπαρκή ρύθμιση του σακχάρου, ο έλεγχος πρέπει να αρχίζει νωρίτερα και να γίνεται συχνότερα.
Η υπερηχογραφική εκτίμηση του εμβρυϊκού βάρους ξεκινά στις 28 - 32 εβδομάδες και μπορεί να επαναλαμβάνεται ανά 2 εβδομάδες.
Οι αντίστοιχες μετρήσεις στις 38 εβδομάδες παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες εν όψει του επικείμενου τοκετού.
Τοκετός – Λοχεία
Οι γυναίκες που ρυθμίζουν επαρκώς το σάκχαρό τους με δίαιτα και άσκηση και δεν παρουσιάζουν άλλες μαιευτικές επιπλοκές ενθαρρύνονται να γεννήσουν φυσιολογικά.
Εάν ο τοκετός δεν ξεκινήσει αυτόματα, πρέπει να υποβάλλονται σε πρόκληση τοκετού το αργότερο στις 41 εβδομάδες.
Επί άλλων επιπλοκών ή αρρύθμιστου σακχαρώδη διαβήτη κύησης, οι αποφάσεις για το χρόνο του τοκετού πρέπει να εξατομικεύονται.
Η προγραμματισμένη καισαρική τομή πρέπει να προτιμάται αν το υπολογιζόμενο εμβρυϊκό βάρος ξεπερνά τα 4.500 g.
Σχεδόν όλες οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης έχουν καλά επίπεδα σακχάρου αμέσως μετά τον τοκετό.
Παρ’ όλα αυτά, προτείνεται παρακολούθηση των επιπέδων σακχάρου για τουλάχιστον 24-ώρες μετά τον κολπικό τοκετό και 48-ώρες μετά την καισαρική τομή. Δεν απαιτούνται συνήθως ιδιαίτεροι περιορισμοί στη διατροφή τους.
Ο θηλασμός σε αυτές τις γυναίκες θα πρέπει να ενθαρρύνεται.
Όλες οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης πρέπει να υποβάλλονται σε 2-ωρη καμπύλη σακχάρου (75 g Glu) 6-12 εβδομάδες μετά τον τοκετό.
Ο έλεγχος της γλυκαιμικής τους κατάστασης είναι χρήσιμο να επαναλαμβάνεται ανά 3 χρόνια.