Ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα

Είναι ο δεύτερος πιο συχνός καρκίνος του δέρματος μετά το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα και προέρχεται από τα κερατινοκύτταρα της επιδερμίδας και των εξαρτημάτων της. Προσβάλλει δέρμα και βλεννογόνους. Παρόλο που στην πλειοψηφία τους δεν είναι απειλητικά για την ζωή, υπάρχει η πιθανότητα μετάστασης. Εμφανίζεται είτε σε έδαφος προυπάρχουσας προκαρκινικής βλάβης (ν. Bowen ή ακτινική υπερκεράτωση) είτε de novo. Εντοπίζεται συχνότερα στο πρόσωπο και κυρίως σε πτερύγιο ωτός, κάτω χείλος αλλά και σε τριχωτό κεφαλής και σε βραχίονες και πόδια. Εμφανίζεται συνήθως είτε με την μορφή ερυθρής περιοχής με παχύ λευκοκίτρινο λέπι είτε με την μορφή εξελκωμένου οζιδίου, επώδυνου που αιμορραγεί εύκολα και μπορεί να παρουσιάζει λευκά στίγματα που αντιστοιχούν σε εστίες κερατινοποίησης. Τα ακανθοκυτταρικά καρκινώματα διακρίνονται ανάλογα με τα ιστολογικά αλλά και τα κλινικά χαρακτηριστικά τους σε υψηλού και χαμηλού κινδύνου καρκινώματα. Για την αρχική αντιμετώπιση του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος χρησιμοποιούνται συχνότερα η χειρουργική θεραπεία και η ακτινοθεραπεία, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά κάθε όγκου. Άλλες τεχνικές όπως απόξεση και διαθερμοπηξία, είτε ακόμα και τοπικές θεραπείες με imiquimod και 5-fluorouracil, η φωτοδυναμική θεραπεία (PDT) και η κρυοθεραπεία επιλέγονται συνήθως είτε για όγκους χαμηλού κινδύνου ή στις περιπτώσεις όπου η χειρουργική θεραπεία και η ακτινοθεραπεία αντενδείκνυνται ή δεν είναι εφικτές. Οι ασθενείς που εμφανίζουν ένα βασικοκυτταρικό ή ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα έχουν 30-50% πιθανότητα να αναπτύξουν κι ένα δεύτερο μέσα σε 5 χρόνια και παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος. Συνεπώς η παρακολούθηση τους από εξειδικευμένο δερματολόγο ανά 6-12 μήνες κρίνεται απαραίτητα ιδίως τα πρώτα χρόνια.