Επεμβατική Νευροακτινολογία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Επεμβατική Νευροακτινολογία είναι μία σχετικά νέα ιατρική εξειδίκευση γνωστή επίσης ως ενδαγγειακή νευροχειρουργική, η οποία αντιμετωπίζει αγγειακές παθήσεις εγκεφάλου, κεφαλής - τραχήλου και σπονδυλικής στήλης με τη χρήση ενδαγγειακών τεχνικών.

Η προσέγγιση και θεραπεία της παθολογίας γίνεται μέσω του αυλού των αγγείων, αποφεύγοντας την ανοικτή χειρουργική επέμβαση.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτές οι επεμβάσεις αποτελούν μέθοδο εκλογής, λόγω της ελάχιστα τραυματικής φύσης τους, του καλού μακροχρόνιου αποτελέσματος και του χαμηλού ποσοστού επιπλοκών.

Ανάλογα με την πάθηση, στόχος της θεραπείας είναι είτε η απόφραξη ενός παθολογικού αγγείου (εμβολισμός), είτε η διάνοιξη ενός λειτουργικού αγγείου (αγγειοπλαστική, θρομβεκτομή).

Οι επεμβάσεις διενεργούνται από επεμβατικούς νευροακτινολόγους ή ενδαγγειακούς νευροχειρουργούς, δηλαδή ακτινολόγους ή νευροχειρουργούς με επιπλέον εξειδικευμένη εκπαίδευση και πιστοποίηση.

Πραγματοποιούνται σε αίθουσα ψηφιακού αγγειογράφου υψηλής ευκρίνειας με την υποστήριξη νευροαναισθησιολόγων και ειδικά εκπαιδευμένων ακτινοτεχνολόγων και νοσηλευτών.

ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Στις κλινικές του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών λειτουργούν από το 2000 τμήματα Επεμβατικής Νευροακτινολογίας, όπου διενεργούνται συστηματικά επεμβάσεις από κορυφαίους γιατρούς με μετεκπαίδευση σε διάσημα κέντρα του εξωτερικού και πολυετή εμπειρία.

Στις άρτια οργανωμένες αίθουσες σύγχρονων ψηφιακών αγγειογράφων εφαρμόζονται αποτελεσματικά όλες οι νεότερες επεμβατικές τεχνικές, αντιμετωπίζοντας και τα πλέον σύνθετα και δύσκολα περιστατικά.

Στο τμήμα πραγματοποιούνται οι παρακάτω διαγνωστικές πράξεις:

  • Διαγνωστικές ενδαρτηριακές ψηφιακές αγγειογραφίες τραχήλου, εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού,
  • Αποφρακτική δοκιμασία,
  • WADA test,
  • Λήψη αίματος λιθοειδών κόλπων.

Οι παθήσεις που κατεξοχήν αντιμετωπίζονται με ενδαγγειακή επέμβαση είναι:

  • ανευρύσματα εγκεφάλου είτε ραγέντα με συνοδό υπαραχνοειδή αιμορραγία, είτε μη ραγέντα,
  • αρτηριοφλεβικές (ή αρτηριοφλεβώδεις) δυσπλασίες – επικοινωνίες εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού,
  • αρτηριοφλεβικές επικοινωνίες της σκληράς μήνιγγας,
  • τραυματικές ή αυτόματες αρτηριοφλεβικές επικοινωνίες κεφαλής – τραχήλου,
  • στενώσεις ενδοκράνιων αγγείων (έσω καρωτίδας, μέσης εγκεφαλικής αρτηρίας, βασικής αρτηρίας κ.λπ.),
  • στενώσεις εξωκράνιων αγγείων, όπως καρωτίδας και σπονδυλικής αρτηρίας,
  • οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο με απόφραξη μεγάλου εγκεφαλικού αγγείου,
  • αγγειοβριθείς όγκοι κεφαλής, τραχήλου και σπονδυλικής στήλης ως προεγχειρητική επέμβαση ή παρηγορητική θεραπεία (μηνιγγιώματα, νευρινώματα, παραγαγγλιώματα, αιμαγγειοβλαστώματα, αγγειοϊνώματα),
  • αιμαγγειώματα κεφαλής, τραχήλου και σπονδυλικής στήλης, ως μονή ή συμπληρωματική θεραπεία,
  • επιστάξεις (ρινορραγίες) ή άλλες δύσκολα ελέγξιμες αιμορραγίες κεφαλής και τραχήλου.

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Τα ανευρύσματα του εγκεφάλου δημιουργούνται σε σημεία των εγκεφαλικών αρτηριών όπου το τοίχωμά τους είτε έχει κάποιο δομικό ελάττωμα, είτε δέχεται αυξημένες πιέσεις από τη ροή του αίματος.

Δεν είναι συγγενείς ανωμαλίες αλλά αναπτύσσονται μέσα σε αρκετά χρόνια σε μία εγκεφαλική αρτηρία η οποία παρουσιάζει κάποιους από τους παραπάνω προδιαθεσικούς παράγοντες.

Έχουν συνήθως σακοειδές σχήμα σαν ένας σάκος που αναπτύσσεται στο τοίχωμα της αρτηρίας.

Τα ανευρύσματα του εγκεφάλου παρουσιάζουν κίνδυνο ρήξεως και πρόκλησης αιμορραγίας στον εγκέφαλο (υπαραχνοειδής αιμορραγία, ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα), η οποία μπορεί να έχει σοβαρότατες συνέπειες για τον ασθενή.

Για το λόγο αυτό, ασθενείς με ρήξη ανευρύσματος πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα, για αποφυγή δεύτερης αιμορραγίας που είναι συχνή τις δύο επόμενες ημέρες και συνήθως θανατηφόρος.

Τα μη ραγέντα ανευρύσματα πρέπει να αξιολογούνται από επεμβατικό νευροακτινολόγο ή νευροχειρουργό, έτσι ώστε ανάλογα με το μέγεθος, το σχήμα και τη θέση τους είτε να αντιμετωπίζονται άμεσα, είτε να παρακολουθούνται με τακτικό απεικονιστικό έλεγχο.

Η αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων με κρανιοτομία και αποκλεισμό του ανευρύσματος με ένα η περισσότερα ειδικά κλιπ, είναι μία πολύ βαριά επέμβαση που συνοδεύεται από σημαντικούς κινδύνους και σήμερα πλέον έχει αντικατασταθεί από τον εμβολισμό, δηλαδή την ενδαγγειακή απόφραξη του ανευρύσματος.

Με τον εμβολισμό δεν ανοίγεται το κρανίο, αλλά διαμέσου της μηριαίας αρτηρίας καθοδηγείται ένας πολύ λεπτός μικροκαθετήρας στον εγκέφαλο και το άκρο του τοποθετείται μέσα στο σάκο του ανευρύσματος.

Στη συνέχεια προωθούνται μέσα στο ανεύρυσμα ειδικά μικροσπειράματα εμβολισμού μέχρι να αποφραχθεί πλήρως ο σάκος του και να αποκλειστεί από την κυκλοφορία του αίματος.

Τα αποτελέσματα του εμβολισμού των ανευρυσμάτων είναι εξαιρετικά, συνοδεύονται από πολύ χαμηλά ποσοστά επιπλοκών και συνεπάγονται ελάχιστη ταλαιπωρία του ασθενούς.

Διεθνώς, αποτελεί την πρώτη επιλογή για την αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων του εγκεφάλου, ενώ η κρανιοτομία παραμένει δεύτερη επιλογή για ένα μικρό ποσοστό ανευρυσμάτων στα οποία δε μπορεί να εφαρμοστεί ο εμβολισμός για τεχνικούς ή ανατομικούς λόγους.

Ανευρύσματα εγκεφάλου

Η εξωτερική μεμβράνη που καλύπτει και προστατεύει τον εγκέφαλο ονομάζεται σκληρά μήνιγγα.

Εάν λόγω τραύματος στο κρανίο, κρανιοτομίας, εγκεφαλικής φλεβικής θρόμβωσης ή άλλης αιτίας, προκληθεί πρόβλημα στη σύνδεση μεταξύ των αρτηριών και των φλεβικών κόλπων που διέρχονται από τη σκληρά μήνιγγα, τότε η πάθηση ονομάζεται αρτηριοφλεβική επικοινωνία της σκληράς μήνιγγας.

 Η πάθηση μπορεί να μην έχει καθόλου συμπτώματα, ή να έχει συμπτώματα, χωρίς να είναι αυτά που καθορίζουν την επικινδυνότητά της.

Συνήθως υπάρχουν συμπτώματα και αυτά είναι η κεφαλαλγία, ένα «φύσημα» που ακούει ο ασθενής στο κεφάλι του, προβλήματα στα μάτια (ερυθρότητα, πρήξιμο, μείωση της όρασης), επιληπτική κρίση ή νευρολογικά προβλήματα.

Για τη διάγνωση της αρτηριοφλεβικής επικοινωνίας της σκληράς μήνιγγας, συνήθως διενεργείται αρχικά μαγνητική εγκεφάλου και εάν υπάρχουν ενδείξεις είναι απαραίτητη η ψηφιακή αγγειογραφία για ακριβείς πληροφορίες προκειμένου να αποφασιστεί ο τρόπος αντιμετώπισής της.

Η απόφαση αντιμετώπισης της πάθησης θα ληφθεί με βάση τη συμπτωματολογία της και τα ανατομικά χαρακτηριστικά της (διεθνής κατάταξη σε πέντε τύπους με την οποία καθορίζεται ο βαθμός κινδύνου εγκεφαλικής αιμορραγίας)

Εάν διαπιστωθεί φλοιώδης φλεβική παλινδρόμηση ή ενδοκράνια αιμορραγία, ο ασθενής θα πρέπει να υποβληθεί άμεσα σε εμβολισμό με αρτηριακή ή φλεβική προσέγγιση ή -αναλόγως του περιστατικού- σε ανοιχτή χειρουργική επέμβαση.

Ο χρόνος παραμονής στην κλινική ποικίλει αναλόγως της ύπαρξης ή όχι ενδοκράνιας αιμορραγίας.

Αρτηριοφλεβική επικοινωνία της σκληράς μήνιγγας

H αρτηριοφλεβική ή αρτηριοφλεβώδης δυσπλασία, είναι μία συγγενής ανωμαλία στη διάπλαση των αγγείων του εγκεφάλου και σπανιότερα του νωτιαίου μυελού.

Εκδηλώνονται με κρίσεις επιληψίας, αιφνίδιο και ισχυρό πονοκέφαλο, δυσκολία στην ομιλία, θολή όραση, αδυναμία στα άκρα και άλλα συμπτώματα.

Ο κίνδυνος εγκεφαλικής αιμορραγίας που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε θάνατο, είναι υψηλός.

Συχνά γίνεται αντιληπτή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή περίπου στην ηλικία των 35 χρόνων.

Η διάγνωσή της γίνεται με αξονική ή μαγνητική τομογραφία και εφόσον προκύψουν σχετικά ευρήματα, είναι απαραίτητη η ψηφιακή αγγειογραφία.

Η αντιμετώπισή της γίνεται με εμβολισμό ή με κρανιοτομία σε περίπτωση εκτεταμένης εγκεφαλικής αιμορραγίας.

Η ενδαρτηριακή θρομβεκτομή ενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • Ασθενείς που ολοκλήρωσαν τον κλινικοεργαστηριακό τους έλεγχο (νευρολογική εκτίμηση, αιματολογικές εξετάσεις και απεικονιστικό έλεγχο) μετά τις 4,5 και πριν τις 6 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων του εγκεφαλικού.
  • Ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε ενδοφλέβια θρομβολυτική ουσία εντός των 4,5 ωρών και δεν παρουσίασαν βελτίωση.
  • Ασθενείς µε αντένδειξη χορήγησης θρομβολυτικής ουσίας.
  • Ασθενείς µε απόφραξη μεγάλης αρτηρίας και απεικονιστική ανάδειξη περιοχής του εγκεφάλου που δεν έχει νεκρωθεί, αλλά κινδυνεύει.

Η ενδαρτηριακή θρομβόλυση διενεργείται στο ψηφιακό αγγειογράφο.

Μετά από παρακέντηση της μηριαίας αρτηρίας, ένας οδηγός καθετήρας (λεπτός σωλήνας διαμέτρου 2 χιλιοστών) προωθείται στην καρωτίδα αρτηρία ή στη σπονδυλική αρτηρία που τροφοδοτεί την αποφραγμένη εγκεφαλική αρτηρία.

Μέσα από τον οδηγό καθετήρα προωθείται µία συσκευή, η οποία παγιδεύει το θρόμβο, και στη συνέχεια συσκευή και θρόμβος απομακρύνονται από την αρτηρία.

Η μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί έως και 6 ώρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων του εγκεφαλικού, προσφέροντας 80% πιθανότητα διάνοιξης της αποφραγμένης αρτηρίας.

Ενδαρτηριακή θρομβεκτομή Ενδαρτηριακή θρομβεκτομή

Τα ισχαιµικά εγκεφαλικά επεισόδια αποτελούν το 85% του συνόλου των εγκεφαλικών επεισοδίων.

Το οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο αποτελεί βαρύ, επείγον περιστατικό, για το οποίο απαιτείται άμεση διάγνωση και αντιμετώπιση σε νοσοκομειακό περιβάλλον.

Αποτελεί µία από τις σημαντικότερες αιτίες θανάτου και πρώτη αιτία αναπηρίας, παγκοσμίως.

Η δυνατότητα θεραπευτικής παρέµβασης, εξαρτάται άμεσα από το χρονικό διάστηµα μεταξύ της εμφάνισης των συμπτωμάτων και της έναρξης της θεραπείας.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα που ακολουθούν ένα εγκεφαλικό επεισόδιο εξαρτώνται από την περιοχή του εγκεφάλου, που έχει επηρεαστεί, και την έκταση της βλάβης.

Εμφανίζονται ξαφνικά και είναι το μούδιασμα ή αδυναμία του προσώπου, του χεριού ή του ποδιού, ιδιαίτερα από τη µία πλευρά του σώματος, η σύγχυση ή δυσκολία στην ομιλία ή στην κατανόηση, η δυσκολία στην όραση από το ένα ή και τα δύο µάτια, η ζάλη, η απώλεια της ισορροπίας ή του συντονισμού των κινήσεων.

Ως ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο χαρακτηρίζεται η διακοπή της αρτηριακής παροχής αίματος σε ένα τμήμα του εγκεφάλου.

Αυτό οφείλεται σε απόφραξη των μεγάλων αρτηριών προς τον εγκέφαλο ή των μικρών αρτηριών εντός του εγκεφάλου.

Η απόφραξη προκαλείται είτε από τη δημιουργία θρόμβου σε µία αρτηρία µε στένωση (θρόμβωση), είτε από θρόμβο που σχηματίστηκε συνήθως στην καρδιά και μετακινήθηκε στις αρτηρίες του εγκεφάλου µε την αιματική ροή (εμβολή).

Ωστόσο, η λειτουργία των εγκεφαλικών κυττάρων απαιτεί συνεχή παροχή οξυγόνου και γλυκόζης µέσω της κυκλοφορίας του αίματος.

Όταν η παροχή αίματος σε τμήμα του εγκεφάλου διακόπτεται από το εγκεφαλικό επεισόδιο, προκαλείται διαταραχή στη λειτουργία των εγκεφαλικών κυττάρων και στη συνέχεια τα κύτταρα αυτά πεθαίνουν.

Στα οξέα ισχαιµικά εγκεφαλικά επεισόδια, η άμεση θεραπεία είναι απαραίτητη ώστε να προληφθεί η επέκταση της βλάβης σε μεγαλύτερη περιοχή του εγκεφάλου, όπου η παροχή αίματος έχει μειωθεί αλλά δεν έχει σταματήσει.

Εάν οι ασθενείς υποβληθούν στον αναγκαίο εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο έως και 4,5 ώρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, έχουν τη δυνατότητα να δεχθούν ενδοφλέβια θρομβολυτική θεραπεία (χορήγηση ουσίας η οποία διαλύει το θρόμβο) με την προϋπόθεση ότι δε συντρέχουν αντενδείξεις για τη χορήγησής της.

Εάν υπάρχει απόφραξη μεγάλου μεγέθους εγκεφαλικού αγγείου, όπως είναι η έσω καρωτίδα, η βασική αρτηρία, η μέση εγκεφαλική αρτηρία (µε ποσοστά θνητότητας από 30% έως 90%), η ανταπόκριση στην ενδοφλέβια χορήγηση θρομβολυτικών είναι πολύ μικρή.

Στις αρχές του 2015 ανακοινώθηκαν πέντε μεγάλες πολυκεντρικές μελέτες, οι οποίες απέδειξαν την αποτελεσματικότητα των ενδαγγειακών τεχνικών (ενδαρτηριακή θρομβεκτομή) σε ασθενείς με οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο περιλαμβάνοντάς τες στις κατευθυντήριες θεραπευτικές οδηγίες.

Λόγω της σημαντικής μείωσης του ποσοστού αναπηρίας και θανάτου σε ασθενείς που έλαβαν ενδαγγειακή θεραπεία σε σχέση με αυτούς που έλαβαν μόνο ενδοφλέβια θεραπεία, η ανάπτυξη κέντρων αντιμετώπισης εγκεφαλικών (stroke units) που διαθέτουν δυνατότητα ενδαγγειακής θεραπείας έγινε επιτακτική παγκοσμίως.

Οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο

Οι καρωτίδες και οι σπονδυλικές αρτηρίες παρέχουν αιμάτωση στον εγκέφαλο. Αυτές οι αρτηρίες εκτείνονται από την αορτή (το κύριο αιμοφόρο αγγείο στο σώμα που εκφύεται από την καρδιά) μέχρι τον εγκέφαλο στο εσωτερικό του κρανίου.

Όπως και οποιαδήποτε αρτηρία στο σώμα, οι αρτηρίες αυτές μπορεί να προσβληθούν από την αθηρωματική νόσο και να αποφραχθούν στο εσωτερικό τους μερικά (στένωση) ή και πλήρως.

Καθώς εναποτίθεται περισσότερη πλάκα, οι αρτηρίες στενεύουν και σκληραίνουν. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται αθηροσκλήρυνση ή σκλήρυνση των αρτηριών.

Η αθηρωματική πλάκα μπορεί να καταστεί ασταθής και κομμάτια της μπορεί να αποσπαστούν κατά διαστήματα και να μεταφερθούν με την αιματική ροή προς τον εγκέφαλο (εμβολή), προκαλώντας ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο είτε παροδικό είτε μόνιμο.

Η σοβαρότητα του προβλήματος που δημιουργείται είναι δύσκολο να προβλεφθεί και εξαρτάται από το σημείο που κατευθύνονται τα έμβολα.

Συμπτώματα

Κατά την αθηροσκλήρυνση μπορεί να εκδηλωθούν τα ακόλουθα συμπτώματα:

  • Αίσθημα αδυναμίας ή μουδιάσματος στη μία πλευρά του σώματος, για παράδειγμα σε ένα άνω άκρο ή ένα κάτω άκρο.
  • Αδυναμία ελέγχου της κίνησης του άνω ή του κάτω άκρου.
  • Απώλεια της όρασης από το ένα μάτι (πολλοί την περιγράφουν ως να καλύπτεται το μάτι από κουρτίνα).
  • Αδυναμία του ασθενούς να μιλήσει καθαρά.

Ορισμένες φορές τα σωματίδια που ενσφηνώνονται στον εγκέφαλο διαλύονται και η αιματική ροή αποκαθίσταται. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα συμπτώματα είναι παροδικά.

Παροδική συμπτωματολογία μπορεί να προκληθεί και λόγω της χαμηλής αιματικής ροής περιφερικά της στένωσης.

Ωστόσο, αυτά τα συμπτώματα δε θα πρέπει να αγνοηθούν, καθώς στο άμεσο χρονικό διάστημα που ακολουθεί, χωρίς την κατάλληλη θεραπεία, ο ασθενής βρίσκεται σε υψηλό κίνδυνο σοβαρότερου εγκεφαλικού επεισοδίου.

Διάγνωση

Για τη διάγνωση εξωκράνιας ή ενδοκράνιας αρτηριακής στένωσης, αρχικά χρησιμοποιούνται αναίμακτες απεικονιστικές μέθοδοι (υπερηχογράφημα για την εξωκράνια μοίρα της καρωτίδας αρτηρίας και μαγνητική ή αξονική αγγειογραφία για τις σπονδυλικές και τις ενδοκράνιες αρτηρίες).

Η ακριβής αξιολόγηση του βαθμού στένωσης πριν την απόφαση θεραπευτικής παρέμβασης, γίνεται με την ψηφιακή αγγειογραφία.

Αίτια

Οι βασικοί παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα δημιουργίας αθηρώματος είναι:

  • Γήρανση.
  • Κάπνισμα.
  • Υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση).
  • Υψηλή χοληστερόλη στο αίμα (υπερχοληστερολαιμία).
  • Διαβήτης (ειδικά στην περίπτωση που δεν ελέγχεται επαρκώς).
  • Παχυσαρκία.

Θεραπεία

Η πρώτη στρατηγική αντιμετώπισης είναι ο έλεγχος των παραγόντων κινδύνου.

Προφανώς δε μπορούμε να ελέγξουμε τη γήρανση, όμως, είναι σημαντική η διακοπή καπνίσματος, ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης, της χοληστερόλης του ορού και του σακχάρου του αίματος καθώς και η απώλεια βάρους στους παχύσαρκους.

Στη συνέχεια, θα χρειαστεί να χορηγηθεί ο καλύτερος συνδυασμός φαρμάκων, ώστε να προληφθεί η περαιτέρω δημιουργία πλάκας και να σταθεροποιηθεί η πλάκα που έχει ήδη δημιουργηθεί. Αυτό χαρακτηρίζεται ως η βέλτιστη φαρμακευτική θεραπεία.

Η «βέλτιστη φαρμακευτική θεραπεία», σε συνδυασμό με τον έλεγχο των παραγόντων κινδύνου μπορεί να συνιστά επαρκή αντιμετώπιση για την αγγειακή νόσο στην περίπτωση που αυτή δεν έχει εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό.

Στην περίπτωση ωστόσο που η αθηρωματική πλάκα έχει προκαλέσει στένωση περίπου 70%, είναι πιθανόν ότι απαιτείται επιπρόσθετη θεραπεία ώστε να προληφθεί αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Όταν η στένωση εντοπίζεται στην εξωκράνια μοίρα της καρωτίδας, υπάρχουν δυο επιλογές παρέμβασης, η χειρουργική και η ενδαγγειακή (διαμέσου των αιμοφόρων αγγείων).

Όταν η στένωση εντοπίζεται σε οποιαδήποτε άλλη αρτηρία (σπονδυλική, ενδοκράνια καρωτίδα, μέση εγκεφαλική, βασική), η ενδαγγειακή παρέμβαση αποτελεί τη μοναδική επιλογή.

Η ενδαγγειακή παρέμβαση διενεργείται μετά από παρακέντηση της μηριαίας αρτηρίας.

Μέσω των αρτηριών του σώματος προωθείται και τοποθετείται ενδοπρόθεση (stent) στο σημείο της στένωσης και αγγειοπλαστική με τη χρήση ειδικών μπαλονιών, ώστε να αποκατασταθεί το εύρος του αυλού της αρτηρίας.

Στένωση εξωκράνιας ή ενδοκράνιας εγκεφαλικής αρτηρίας

ΓΙΑΤΙ ΕΜΑΣ

Οι κλινικές του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών διαθέτουν οργανωμένα τμήματα Επεμβατικής Νευροακτινολογίας σε συνεχή 24ωρη ετοιμότητα.

Τα τμήματα αυτά είναι ενταγμένα στις πρωτοποριακές στην Ελλάδα μονάδες εγκεφαλικών επεισοδίων που διαθέτει ο Όμιλος, οι οποίες στελεχώνονται από ομάδες εξειδικευμένων γιατρών πολλών ειδικοτήτων (νευρολόγων, νευροχειρουργών, επεμβατικών νευροακτινολόγων, ακτινολόγων, εντατικολόγων, αγγειοχειρουργών και άλλων).

Με την υποστήριξη του σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού και του έμπειρου νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού, τα επείγοντα περιστατικά αντιμετωπίζονται χωρίς καθυστέρηση, εφαρμόζοντας τα σύγχρονα διεθνή θεραπευτικά πρωτόκολλα.

Ετησίως αντιμετωπίζεται σημαντικός αριθμός περιστατικών με αποτελέσματα εφάμιλλα μεγάλων διεθνών κέντρων.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Επεμβατική Νευροακτινολογία είναι μία σχετικά νέα ιατρική εξειδίκευση γνωστή επίσης ως ενδαγγειακή νευροχειρουργική, η οποία αντιμετωπίζει αγγειακές παθήσεις εγκεφάλου, κεφαλής - τραχήλου και σπονδυλικής στήλης με τη χρήση ενδαγγειακών τεχνικών.

Η προσέγγιση και θεραπεία της παθολογίας γίνεται μέσω του αυλού των αγγείων, αποφεύγοντας την ανοικτή χειρουργική επέμβαση.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτές οι επεμβάσεις αποτελούν μέθοδο εκλογής, λόγω της ελάχιστα τραυματικής φύσης τους, του καλού μακροχρόνιου αποτελέσματος και του χαμηλού ποσοστού επιπλοκών.

Ανάλογα με την πάθηση, στόχος της θεραπείας είναι είτε η απόφραξη ενός παθολογικού αγγείου (εμβολισμός), είτε η διάνοιξη ενός λειτουργικού αγγείου (αγγειοπλαστική, θρομβεκτομή).

Οι επεμβάσεις διενεργούνται από επεμβατικούς νευροακτινολόγους ή ενδαγγειακούς νευροχειρουργούς, δηλαδή ακτινολόγους ή νευροχειρουργούς με επιπλέον εξειδικευμένη εκπαίδευση και πιστοποίηση.

Πραγματοποιούνται σε αίθουσα ψηφιακού αγγειογράφου υψηλής ευκρίνειας με την υποστήριξη νευροαναισθησιολόγων και ειδικά εκπαιδευμένων ακτινοτεχνολόγων και νοσηλευτών.

ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών λειτουργεί τμήμα Επεμβατικής Νευροακτινολογίας, όπου διενεργούνται συστηματικά επεμβάσεις από κορυφαίους γιατρούς με μετεκπαίδευση σε διάσημα κέντρα του εξωτερικού και πολυετή εμπειρία.

Στις άρτια οργανωμένες αίθουσες σύγχρονων ψηφιακών αγγειογράφων εφαρμόζονται αποτελεσματικά όλες οι νεότερες επεμβατικές τεχνικές, αντιμετωπίζοντας και τα πλέον σύνθετα και δύσκολα περιστατικά.

Στο τμήμα πραγματοποιούνται οι παρακάτω διαγνωστικές πράξεις:

  • Διαγνωστικές ενδαρτηριακές ψηφιακές αγγειογραφίες τραχήλου, εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού,
  • Αποφρακτική δοκιμασία,
  • WADA test,
  • Λήψη αίματος λιθοειδών κόλπων.

Οι παθήσεις που κατεξοχήν αντιμετωπίζονται με ενδαγγειακή επέμβαση είναι:

  • ανευρύσματα εγκεφάλου είτε ραγέντα με συνοδό υπαραχνοειδή αιμορραγία, είτε μη ραγέντα,
  • αρτηριοφλεβικές (ή αρτηριοφλεβώδεις) δυσπλασίες – επικοινωνίες εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού,
  • αρτηριοφλεβικές επικοινωνίες της σκληράς μήνιγγας,
  • τραυματικές ή αυτόματες αρτηριοφλεβικές επικοινωνίες κεφαλής – τραχήλου,
  • στενώσεις ενδοκράνιων αγγείων (έσω καρωτίδας, μέσης εγκεφαλικής αρτηρίας, βασικής αρτηρίας κ.λπ.),
  • στενώσεις εξωκράνιων αγγείων, όπως καρωτίδας και σπονδυλικής αρτηρίας,
  • οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο με απόφραξη μεγάλου εγκεφαλικού αγγείου,
  • αγγειοβριθείς όγκοι κεφαλής, τραχήλου και σπονδυλικής στήλης ως προεγχειρητική επέμβαση ή παρηγορητική θεραπεία (μηνιγγιώματα, νευρινώματα, παραγαγγλιώματα, αιμαγγειοβλαστώματα, αγγειοϊνώματα),
  • αιμαγγειώματα κεφαλής, τραχήλου και σπονδυλικής στήλης, ως μονή ή συμπληρωματική θεραπεία,
  • επιστάξεις (ρινορραγίες) ή άλλες δύσκολα ελέγξιμες αιμορραγίες κεφαλής και τραχήλου.

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Τα ανευρύσματα του εγκεφάλου δημιουργούνται σε σημεία των εγκεφαλικών αρτηριών όπου το τοίχωμά τους είτε έχει κάποιο δομικό ελάττωμα, είτε δέχεται αυξημένες πιέσεις από τη ροή του αίματος.

Δεν είναι συγγενείς ανωμαλίες αλλά αναπτύσσονται μέσα σε αρκετά χρόνια σε μία εγκεφαλική αρτηρία η οποία παρουσιάζει κάποιους από τους παραπάνω προδιαθεσικούς παράγοντες.

Έχουν συνήθως σακοειδές σχήμα σαν ένας σάκος που αναπτύσσεται στο τοίχωμα της αρτηρίας.

Τα ανευρύσματα του εγκεφάλου παρουσιάζουν κίνδυνο ρήξεως και πρόκλησης αιμορραγίας στον εγκέφαλο (υπαραχνοειδής αιμορραγία, ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα), η οποία μπορεί να έχει σοβαρότατες συνέπειες για τον ασθενή.

Για το λόγο αυτό, ασθενείς με ρήξη ανευρύσματος πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα, για αποφυγή δεύτερης αιμορραγίας που είναι συχνή τις δύο επόμενες ημέρες και συνήθως θανατηφόρος.

Τα μη ραγέντα ανευρύσματα πρέπει να αξιολογούνται από επεμβατικό νευροακτινολόγο ή νευροχειρουργό, έτσι ώστε ανάλογα με το μέγεθος, το σχήμα και τη θέση τους είτε να αντιμετωπίζονται άμεσα, είτε να παρακολουθούνται με τακτικό απεικονιστικό έλεγχο.

Η αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων με κρανιοτομία και αποκλεισμό του ανευρύσματος με ένα η περισσότερα ειδικά κλιπ, είναι μία πολύ βαριά επέμβαση που συνοδεύεται από σημαντικούς κινδύνους και σήμερα πλέον έχει αντικατασταθεί από τον εμβολισμό, δηλαδή την ενδαγγειακή απόφραξη του ανευρύσματος.

Με τον εμβολισμό δεν ανοίγεται το κρανίο, αλλά διαμέσου της μηριαίας αρτηρίας καθοδηγείται ένας πολύ λεπτός μικροκαθετήρας στον εγκέφαλο και το άκρο του τοποθετείται μέσα στο σάκο του ανευρύσματος.

Στη συνέχεια προωθούνται μέσα στο ανεύρυσμα ειδικά μικροσπειράματα εμβολισμού μέχρι να αποφραχθεί πλήρως ο σάκος του και να αποκλειστεί από την κυκλοφορία του αίματος.

Τα αποτελέσματα του εμβολισμού των ανευρυσμάτων είναι εξαιρετικά, συνοδεύονται από πολύ χαμηλά ποσοστά επιπλοκών και συνεπάγονται ελάχιστη ταλαιπωρία του ασθενούς.

Διεθνώς, αποτελεί την πρώτη επιλογή για την αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων του εγκεφάλου, ενώ η κρανιοτομία παραμένει δεύτερη επιλογή για ένα μικρό ποσοστό ανευρυσμάτων στα οποία δε μπορεί να εφαρμοστεί ο εμβολισμός για τεχνικούς ή ανατομικούς λόγους.

Ανευρύσματα εγκεφάλου

Η εξωτερική μεμβράνη που καλύπτει και προστατεύει τον εγκέφαλο ονομάζεται σκληρά μήνιγγα.

Εάν λόγω τραύματος στο κρανίο, κρανιοτομίας, εγκεφαλικής φλεβικής θρόμβωσης ή άλλης αιτίας, προκληθεί πρόβλημα στη σύνδεση μεταξύ των αρτηριών και των φλεβικών κόλπων που διέρχονται από τη σκληρά μήνιγγα, τότε η πάθηση ονομάζεται αρτηριοφλεβική επικοινωνία της σκληράς μήνιγγας.

 Η πάθηση μπορεί να μην έχει καθόλου συμπτώματα, ή να έχει συμπτώματα, χωρίς να είναι αυτά που καθορίζουν την επικινδυνότητά της.

Συνήθως υπάρχουν συμπτώματα και αυτά είναι η κεφαλαλγία, ένα «φύσημα» που ακούει ο ασθενής στο κεφάλι του, προβλήματα στα μάτια (ερυθρότητα, πρήξιμο, μείωση της όρασης), επιληπτική κρίση ή νευρολογικά προβλήματα.

Για τη διάγνωση της αρτηριοφλεβικής επικοινωνίας της σκληράς μήνιγγας, συνήθως διενεργείται αρχικά μαγνητική εγκεφάλου και εάν υπάρχουν ενδείξεις είναι απαραίτητη η ψηφιακή αγγειογραφία για ακριβείς πληροφορίες προκειμένου να αποφασιστεί ο τρόπος αντιμετώπισής της.

Η απόφαση αντιμετώπισης της πάθησης θα ληφθεί με βάση τη συμπτωματολογία της και τα ανατομικά χαρακτηριστικά της (διεθνής κατάταξη σε πέντε τύπους με την οποία καθορίζεται ο βαθμός κινδύνου εγκεφαλικής αιμορραγίας)

Εάν διαπιστωθεί φλοιώδης φλεβική παλινδρόμηση ή ενδοκράνια αιμορραγία, ο ασθενής θα πρέπει να υποβληθεί άμεσα σε εμβολισμό με αρτηριακή ή φλεβική προσέγγιση ή -αναλόγως του περιστατικού- σε ανοιχτή χειρουργική επέμβαση.

Ο χρόνος παραμονής στην κλινική ποικίλει αναλόγως της ύπαρξης ή όχι ενδοκράνιας αιμορραγίας.

Αρτηριοφλεβική επικοινωνία της σκληράς μήνιγγας

H αρτηριοφλεβική ή αρτηριοφλεβώδης δυσπλασία, είναι μία συγγενής ανωμαλία στη διάπλαση των αγγείων του εγκεφάλου και σπανιότερα του νωτιαίου μυελού.

Εκδηλώνονται με κρίσεις επιληψίας, αιφνίδιο και ισχυρό πονοκέφαλο, δυσκολία στην ομιλία, θολή όραση, αδυναμία στα άκρα και άλλα συμπτώματα.

Ο κίνδυνος εγκεφαλικής αιμορραγίας που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε θάνατο, είναι υψηλός.

Συχνά γίνεται αντιληπτή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή περίπου στην ηλικία των 35 χρόνων.

Η διάγνωσή της γίνεται με αξονική ή μαγνητική τομογραφία και εφόσον προκύψουν σχετικά ευρήματα, είναι απαραίτητη η ψηφιακή αγγειογραφία.

Η αντιμετώπισή της γίνεται με εμβολισμό ή με κρανιοτομία σε περίπτωση εκτεταμένης εγκεφαλικής αιμορραγίας.

Η ενδαρτηριακή θρομβεκτομή ενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • Ασθενείς που ολοκλήρωσαν τον κλινικοεργαστηριακό τους έλεγχο (νευρολογική εκτίμηση, αιματολογικές εξετάσεις και απεικονιστικό έλεγχο) μετά τις 4,5 και πριν τις 6 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων του εγκεφαλικού.
  • Ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε ενδοφλέβια θρομβολυτική ουσία εντός των 4,5 ωρών και δεν παρουσίασαν βελτίωση.
  • Ασθενείς µε αντένδειξη χορήγησης θρομβολυτικής ουσίας.
  • Ασθενείς µε απόφραξη μεγάλης αρτηρίας και απεικονιστική ανάδειξη περιοχής του εγκεφάλου που δεν έχει νεκρωθεί, αλλά κινδυνεύει.

Η ενδαρτηριακή θρομβόλυση διενεργείται στο ψηφιακό αγγειογράφο.

Μετά από παρακέντηση της μηριαίας αρτηρίας, ένας οδηγός καθετήρας (λεπτός σωλήνας διαμέτρου 2 χιλιοστών) προωθείται στην καρωτίδα αρτηρία ή στη σπονδυλική αρτηρία που τροφοδοτεί την αποφραγμένη εγκεφαλική αρτηρία.

Μέσα από τον οδηγό καθετήρα προωθείται µία συσκευή, η οποία παγιδεύει το θρόμβο, και στη συνέχεια συσκευή και θρόμβος απομακρύνονται από την αρτηρία.

Η μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί έως και 6 ώρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων του εγκεφαλικού, προσφέροντας 80% πιθανότητα διάνοιξης της αποφραγμένης αρτηρίας.

Ενδαρτηριακή θρομβεκτομή Ενδαρτηριακή θρομβεκτομή

Τα ισχαιµικά εγκεφαλικά επεισόδια αποτελούν το 85% του συνόλου των εγκεφαλικών επεισοδίων.

Το οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο αποτελεί βαρύ, επείγον περιστατικό, για το οποίο απαιτείται άμεση διάγνωση και αντιμετώπιση σε νοσοκομειακό περιβάλλον.

Αποτελεί µία από τις σημαντικότερες αιτίες θανάτου και πρώτη αιτία αναπηρίας, παγκοσμίως.

Η δυνατότητα θεραπευτικής παρέµβασης, εξαρτάται άμεσα από το χρονικό διάστηµα μεταξύ της εμφάνισης των συμπτωμάτων και της έναρξης της θεραπείας.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα που ακολουθούν ένα εγκεφαλικό επεισόδιο εξαρτώνται από την περιοχή του εγκεφάλου, που έχει επηρεαστεί, και την έκταση της βλάβης.

Εμφανίζονται ξαφνικά και είναι το μούδιασμα ή αδυναμία του προσώπου, του χεριού ή του ποδιού, ιδιαίτερα από τη µία πλευρά του σώματος, η σύγχυση ή δυσκολία στην ομιλία ή στην κατανόηση, η δυσκολία στην όραση από το ένα ή και τα δύο µάτια, η ζάλη, η απώλεια της ισορροπίας ή του συντονισμού των κινήσεων.

Ως ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο χαρακτηρίζεται η διακοπή της αρτηριακής παροχής αίματος σε ένα τμήμα του εγκεφάλου.

Αυτό οφείλεται σε απόφραξη των μεγάλων αρτηριών προς τον εγκέφαλο ή των μικρών αρτηριών εντός του εγκεφάλου.

Η απόφραξη προκαλείται είτε από τη δημιουργία θρόμβου σε µία αρτηρία µε στένωση (θρόμβωση), είτε από θρόμβο που σχηματίστηκε συνήθως στην καρδιά και μετακινήθηκε στις αρτηρίες του εγκεφάλου µε την αιματική ροή (εμβολή).

Ωστόσο, η λειτουργία των εγκεφαλικών κυττάρων απαιτεί συνεχή παροχή οξυγόνου και γλυκόζης µέσω της κυκλοφορίας του αίματος.

Όταν η παροχή αίματος σε τμήμα του εγκεφάλου διακόπτεται από το εγκεφαλικό επεισόδιο, προκαλείται διαταραχή στη λειτουργία των εγκεφαλικών κυττάρων και στη συνέχεια τα κύτταρα αυτά πεθαίνουν.

Στα οξέα ισχαιµικά εγκεφαλικά επεισόδια, η άμεση θεραπεία είναι απαραίτητη ώστε να προληφθεί η επέκταση της βλάβης σε μεγαλύτερη περιοχή του εγκεφάλου, όπου η παροχή αίματος έχει μειωθεί αλλά δεν έχει σταματήσει.

Εάν οι ασθενείς υποβληθούν στον αναγκαίο εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο έως και 4,5 ώρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, έχουν τη δυνατότητα να δεχθούν ενδοφλέβια θρομβολυτική θεραπεία (χορήγηση ουσίας η οποία διαλύει το θρόμβο) με την προϋπόθεση ότι δε συντρέχουν αντενδείξεις για τη χορήγησής της.

Εάν υπάρχει απόφραξη μεγάλου μεγέθους εγκεφαλικού αγγείου, όπως είναι η έσω καρωτίδα, η βασική αρτηρία, η μέση εγκεφαλική αρτηρία (µε ποσοστά θνητότητας από 30% έως 90%), η ανταπόκριση στην ενδοφλέβια χορήγηση θρομβολυτικών είναι πολύ μικρή.

Στις αρχές του 2015 ανακοινώθηκαν πέντε μεγάλες πολυκεντρικές μελέτες, οι οποίες απέδειξαν την αποτελεσματικότητα των ενδαγγειακών τεχνικών (ενδαρτηριακή θρομβεκτομή) σε ασθενείς με οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο περιλαμβάνοντάς τες στις κατευθυντήριες θεραπευτικές οδηγίες.

Λόγω της σημαντικής μείωσης του ποσοστού αναπηρίας και θανάτου σε ασθενείς που έλαβαν ενδαγγειακή θεραπεία σε σχέση με αυτούς που έλαβαν μόνο ενδοφλέβια θεραπεία, η ανάπτυξη κέντρων αντιμετώπισης εγκεφαλικών (stroke units) που διαθέτουν δυνατότητα ενδαγγειακής θεραπείας έγινε επιτακτική παγκοσμίως.

Οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο

Οι καρωτίδες και οι σπονδυλικές αρτηρίες παρέχουν αιμάτωση στον εγκέφαλο. Αυτές οι αρτηρίες εκτείνονται από την αορτή (το κύριο αιμοφόρο αγγείο στο σώμα που εκφύεται από την καρδιά) μέχρι τον εγκέφαλο στο εσωτερικό του κρανίου.

Όπως και οποιαδήποτε αρτηρία στο σώμα, οι αρτηρίες αυτές μπορεί να προσβληθούν από την αθηρωματική νόσο και να αποφραχθούν στο εσωτερικό τους μερικά (στένωση) ή και πλήρως.

Καθώς εναποτίθεται περισσότερη πλάκα, οι αρτηρίες στενεύουν και σκληραίνουν. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται αθηροσκλήρυνση ή σκλήρυνση των αρτηριών.

Η αθηρωματική πλάκα μπορεί να καταστεί ασταθής και κομμάτια της μπορεί να αποσπαστούν κατά διαστήματα και να μεταφερθούν με την αιματική ροή προς τον εγκέφαλο (εμβολή), προκαλώντας ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο είτε παροδικό είτε μόνιμο.

Η σοβαρότητα του προβλήματος που δημιουργείται είναι δύσκολο να προβλεφθεί και εξαρτάται από το σημείο που κατευθύνονται τα έμβολα.

Συμπτώματα

Κατά την αθηροσκλήρυνση μπορεί να εκδηλωθούν τα ακόλουθα συμπτώματα:

  • Αίσθημα αδυναμίας ή μουδιάσματος στη μία πλευρά του σώματος, για παράδειγμα σε ένα άνω άκρο ή ένα κάτω άκρο.
  • Αδυναμία ελέγχου της κίνησης του άνω ή του κάτω άκρου.
  • Απώλεια της όρασης από το ένα μάτι (πολλοί την περιγράφουν ως να καλύπτεται το μάτι από κουρτίνα).
  • Αδυναμία του ασθενούς να μιλήσει καθαρά.

Ορισμένες φορές τα σωματίδια που ενσφηνώνονται στον εγκέφαλο διαλύονται και η αιματική ροή αποκαθίσταται. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα συμπτώματα είναι παροδικά.

Παροδική συμπτωματολογία μπορεί να προκληθεί και λόγω της χαμηλής αιματικής ροής περιφερικά της στένωσης.

Ωστόσο, αυτά τα συμπτώματα δε θα πρέπει να αγνοηθούν, καθώς στο άμεσο χρονικό διάστημα που ακολουθεί, χωρίς την κατάλληλη θεραπεία, ο ασθενής βρίσκεται σε υψηλό κίνδυνο σοβαρότερου εγκεφαλικού επεισοδίου.

Διάγνωση

Για τη διάγνωση εξωκράνιας ή ενδοκράνιας αρτηριακής στένωσης, αρχικά χρησιμοποιούνται αναίμακτες απεικονιστικές μέθοδοι (υπερηχογράφημα για την εξωκράνια μοίρα της καρωτίδας αρτηρίας και μαγνητική ή αξονική αγγειογραφία για τις σπονδυλικές και τις ενδοκράνιες αρτηρίες).

Η ακριβής αξιολόγηση του βαθμού στένωσης πριν την απόφαση θεραπευτικής παρέμβασης, γίνεται με την ψηφιακή αγγειογραφία.

Αίτια

Οι βασικοί παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα δημιουργίας αθηρώματος είναι:

  • Γήρανση.
  • Κάπνισμα.
  • Υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση).
  • Υψηλή χοληστερόλη στο αίμα (υπερχοληστερολαιμία).
  • Διαβήτης (ειδικά στην περίπτωση που δεν ελέγχεται επαρκώς).
  • Παχυσαρκία.

Θεραπεία

Η πρώτη στρατηγική αντιμετώπισης είναι ο έλεγχος των παραγόντων κινδύνου.

Προφανώς δε μπορούμε να ελέγξουμε τη γήρανση, όμως, είναι σημαντική η διακοπή καπνίσματος, ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης, της χοληστερόλης του ορού και του σακχάρου του αίματος καθώς και η απώλεια βάρους στους παχύσαρκους.

Στη συνέχεια, θα χρειαστεί να χορηγηθεί ο καλύτερος συνδυασμός φαρμάκων, ώστε να προληφθεί η περαιτέρω δημιουργία πλάκας και να σταθεροποιηθεί η πλάκα που έχει ήδη δημιουργηθεί. Αυτό χαρακτηρίζεται ως η βέλτιστη φαρμακευτική θεραπεία.

Η «βέλτιστη φαρμακευτική θεραπεία», σε συνδυασμό με τον έλεγχο των παραγόντων κινδύνου μπορεί να συνιστά επαρκή αντιμετώπιση για την αγγειακή νόσο στην περίπτωση που αυτή δεν έχει εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό.

Στην περίπτωση ωστόσο που η αθηρωματική πλάκα έχει προκαλέσει στένωση περίπου 70%, είναι πιθανόν ότι απαιτείται επιπρόσθετη θεραπεία ώστε να προληφθεί αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Όταν η στένωση εντοπίζεται στην εξωκράνια μοίρα της καρωτίδας, υπάρχουν δυο επιλογές παρέμβασης, η χειρουργική και η ενδαγγειακή (διαμέσου των αιμοφόρων αγγείων).

Όταν η στένωση εντοπίζεται σε οποιαδήποτε άλλη αρτηρία (σπονδυλική, ενδοκράνια καρωτίδα, μέση εγκεφαλική, βασική), η ενδαγγειακή παρέμβαση αποτελεί τη μοναδική επιλογή.

Η ενδαγγειακή παρέμβαση διενεργείται μετά από παρακέντηση της μηριαίας αρτηρίας.

Μέσω των αρτηριών του σώματος προωθείται και τοποθετείται ενδοπρόθεση (stent) στο σημείο της στένωσης και αγγειοπλαστική με τη χρήση ειδικών μπαλονιών, ώστε να αποκατασταθεί το εύρος του αυλού της αρτηρίας.

Στένωση εξωκράνιας ή ενδοκράνιας εγκεφαλικής αρτηρίας

ΓΙΑΤΙ ΕΜΑΣ

Το Ιατρικό Κέντρο Αθηνών διαθέτει οργανωμένο τμήμα Επεμβατικής Νευροακτινολογίας σε συνεχή 24ωρη ετοιμότητα.

Το τμήμα είναι ενταγμένο στην πρωτοποριακή στην Ελλάδα Μονάδα Εγκεφαλικών Επεισοδίων που διαθέτει το Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, που στελεχώνεται από ομάδες εξειδικευμένων γιατρών πολλών ειδικοτήτων (νευρολόγων, νευροχειρουργών, επεμβατικών νευροακτινολόγων, ακτινολόγων, εντατικολόγων, αγγειοχειρουργών και άλλων).

Με την υποστήριξη του σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού και του έμπειρου νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού, τα επείγοντα περιστατικά αντιμετωπίζονται χωρίς καθυστέρηση, εφαρμόζοντας τα σύγχρονα διεθνή θεραπευτικά πρωτόκολλα.

Ετησίως αντιμετωπίζεται σημαντικός αριθμός περιστατικών με αποτελέσματα εφάμιλλα μεγάλων διεθνών κέντρων.