Δυσανεξία στη λακτόζη
Δυσανεξία στη λακτόζη είναι η μη πλήρης πέψη της λακτόζης, του σακχάρου που περιέχεται στο γάλα, λόγω έλλειψης του ένζυμου λακτάση, το οποίο παράγεται στο ανώτερο τμήμα των κυττάρων του εντέρου (ψηκτροειδής παρυφή).
Η λακτάση προκαλεί την αποδόμηση της λακτόζης σε γλυκόζη και γαλακτόζη, δηλαδή σε σάκχαρα εύκολα απορροφήσιμα στην κυκλοφορία του αίματος. Η λακτόζη που δεν διασπάται στα παραπάνω σάκχαρα, δεν απορροφάται από το λεπτό έντερο και περνά στο παχύ έντερο, όπου έρχεται σε επαφή με τη μικροβιακή χλωρίδα του.
Το αποτέλεσμα της παρουσίας της λακτόζης στο παχύ έντερο είναι η πρόκληση ζυμώσεων και η παραγωγή αερίων (διοξειδίου του άνθρακα και αερίων υδρογόνου), που προκαλούν διάταση του αυλού του εντέρου, η οποία συνεπάγεται κοιλιακό άλγος και αέρια στο παιδί. Ακόμα οι ζυμώσεις έχουν ως αποτέλεσμα την προσέλκυση νερού στον αυλό του εντέρου και ενδεχομένως, την πρόκληση διαρροιών.
Η ένταση των συμπτωμάτων της δυσανεξίας στη λακτόζη εξαρτάται από την ποσότητα της λακτόζης που φτάνει στο παχύ έντερο και από την ένταση των ζυμώσεων που προκαλεί.
Η δυσανεξία στη λακτόζη ονομάζεται πρωτοπαθής, όταν είναι κληρονομούμενη νόσος και δευτεροπαθής, όταν είναι επιπλοκή άλλων νοσημάτων. Η πρωτοπαθής δυσανεξία στη λακτόζη διακρίνεται στη συγγενή αλακτασία και στην μορφή της νόσου που εκδηλώνεται αργότερα.